Τετάρτη, Αυγούστου 17, 2011

Νο 765

Raphael Perez (Ισραήλ)

Η πόλη απλωνόταν σαν μελάνωμα πάνω στη γη, μεγάλη, γκρίζα και άναρχη. Σε μια πιθαμή αυτής της θορυβώδους πόλης, σ’ ένα γερασμένο διαμέρισμα με μεγάλα καθαρά παράθυρα και υπομονετικά παρκέ, ζούσε μια οικογένεια. Ήταν μια οικογένεια από αυτές που δε δείχνονται σε χαμογελαστές διαφημίσεις γάλατος ή ασφαλειών ζωής, μα που υπάρχουν σε πείσμα του κακού κοινωνικού καιρού. Ο μπαμπάς λεγόταν Μέλης και είχε βλέμμα μαλακό σαν αναπαυτικό καναπέ για να κουρνιάσεις και να ζεσταθείς. Η αγκαλιά του ήταν σαν φρεσκοψημένο ψωμάκι και το στόμα του εύκολα σκάλωνε σε απλόχερα χαμόγελα. Μονάχα το αυλακωμένο μέτωπό του πρόδιδε τις καταιγίδες που μαίνονταν στο νου του. Τις καταιγίδες τις σήκωνε ο βοριάς των ευθυνών που φυσούσε στη μεγάλη εταιρεία όπου δούλευε. Ο ψυχρός αέρας τού απίθωνε κάθε μέρα καινούριες ασήκωτες ευθύνες, κουβάδες ανταγωνισμού και ματσάκια πισώπλατων μαχαιρωμάτων.
Ο άλλος μπαμπάς, ο Άρης, είχε στα μάτια του τη θάλασσα που ποτέ δεν ημερεύει. Φούντωνε από φαντασία, και οι ιδέες και τα πειράγματα ξεχείλιζαν από τις παραγεμισμένες τσέπες του μυαλού του. Ο Άρης δούλευε στο απάγκιο του σπιτιού· έπαιρνε κείμενα, τα έτρωγε και τα ξαναγεννούσε σε άλλες γλώσσες. Έλαμπε από αγάπη για το σύντροφό του, και τα γαλανά του μάτια άναβαν σαν χιλιόφωτα αστεράκια κάθε φορά που τ’ ακουμπούσε στον Μέλη. Είχαν οι δυο τους πλέξει αγάπη με ύφανση ανθεκτική στον προδότη χρόνο και στα πειραχτικά βλέμματα που έψαχναν να βρουν ρωγμές για να χωθούν και να στάξουν δηλητήριο.
Ο Άρης και Μέλης είχαν δυο παιδιά. Κι αν σας γαργαλούν τη γλώσσα τα πώς και τα γιατί, κι η περιέργειά σας ξύνει το χαρτί για να βγάλει ζουμάκι, θα σας πω πώς τα απέκτησαν, μα έχει λίγη σημασία. Για τον Άλκισσο και τη Νιαγέν, τα δυο παιδιά τους, αυτό που είχε σημασία ήταν ότι κολυμπούσαν σ’ ένα πέλαγος αγάπης, τρώγανε όσες μερίδες φροντίδας τράβαγε η ψυχή τους κι είχαν θαλπερές αγκαλίτσες για να χωθούν, ήρεμες φωνές που δε χαράκωναν τ’ αυτιά ή τις καρδιές τους. Τι κι αν ο παροιμιώδης πελαργός έκανε υπερωρίες ως το Βιετνάμ για να φέρει την ορφανή Νιαγέν… Τι κι αν ο Άλκισσος είχε έρθει στον κόσμο με κάτι λιγότερο στο σώμα από τ’ άλλα τα παιδάκια… Άλλο το καλούπι του, όμως ποιος θα τολμούσε να ’λεγε άλλη καρδιά και ανάγκες;
Η ευτυχία, λιτή και μαζεμένη, άφηνε καθημερινά στο κατώφλι της οικογένειας μικρές μερίδες φαγητού.

Λύο Καλοβυρνάς: Aνάμεσα στο τικ και το τακ (Τετράγωνο)

Δεν υπάρχουν σχόλια: