Τετάρτη, Μαΐου 26, 2010

No 691

24 Μαΐου
Αγαπημένη μητέρα,
Τι αιώνιος Άμλετ που σου είναι ο άνθρωπος, τι ωραία που φιλοσοφούσα στα τελευταία μου γράμματα και σε τι αξιοθρήνητη κατάσταση με έφεραν τώρα οι πράξεις μου! Φοβάμαι πως έφτασα στο σημείο όπου ο πνευματικός δεσμός ανάμεσα μας έσπασε, πέφτοντας σε άλλες μαγικές παγίδες.
Αυτή τη νύχτα... ντρέπομαι σχεδόν να σου τα αφηγηθώ... δεν μπορώ να το εξηγήσω μήτε στον ίδιο τον εαυτό μου, αλλά αφότου ο πνευματικός μου έρωτας για τον Ανατόλ έσβησε, τον βρίσκω τόσο ωραίο, να... να, αυτή ακριβώς είναι η λέξη: γοητευτικό.
Άρα η ομορφιά του σώματος είναι κι αυτή κάτι, όταν υπάρχει και η ομορφιά της ψυχής. Και όταν ένα πλάσμα έχει τόσο πλούσια χαρίσματα, αυτό δεν το οφείλει βασικά στην εκπαίδευση του; Αυτό το πλάσμα το τόσο λαμπρά προικισμένο, δεν θα μπορούσε επίσης να έχει κερδίσει και σε βάθος; Αλλά να που φιλοσοφώ και πάλι. Αυτή τη νύχτα, λοιπόν... Αχ! Είμαι λίγο ταραγμένος σήμερα... Να είσαι επιεικής μαζί μου.
Μέχρι τώρα είχα δει τον Ανατόλ μονάχα με τη ρωσική μαύρη φορεσιά του που οι φαρδιές πτυχώσεις της σε άφηναν να μαντεύεις μάλλον τη σιλουέτα του. Αυτή τη νύχτα εμφανίστηκε για πρώτη φορά με ένα εφαρμοστό ρούχο από μοβ βελούδο, το χρώμα που τόσο αγαπώ, και με τις μακριές ξανθές μπούκλες του έμοιαζε με σκανδαλιάρη νεαρό ακόλουθο της εποχής του Λουδοβίκου 14ου. Καθώς ερχόταν προς εμένα, και το βελούδο που εφάρμοζε στενά στις εξαίσιες γραμμές του κορμιού του θρόιζε και έτριζε σε κάθε κίνηση του, για πρώτη φορά στη ζωή μου, καταλήφθηκα από εκείνη τη δύναμη της φύσης από την οποία κανείς θνητός δεν μπορεί να ξεφύγει εντελώς, μήτε για πάντα.
Ένιωσα τη μυστηριώδη επιρροή της σωματικής ομορφιάς.
Για να κρύψω τη διέγερση μου, άρπαξα μηχανικά ένα βιβλίο που βρισκόταν πεσμένο στα μαξιλάρια του ντιβανιού.
Ο Ανατόλ το παρατήρησε, έπεσε με μια κραυγή στην αγκαλιά μου και προσπάθησε να μου πάρει το βιβλίο.
Για μια στιγμή παλέψαμε κι ένιωσα ένα τρυφερό, σχεδόν παρθενικό στήθος να ακραγγίζει το δικό μου• το αίμα μου ανέβηκε στο πρόσωπο.
Αλλά κρατούσα το βιβλίο και, για να σωθώ, βύθισα σε αυτό το βλέμμα μου. Ο Ανατόλ είχε πέσει στο ντιβάνι και καταντροπιασμένος έκρυβε το πρόσωπο με τα χέρια του. Καθώς διάβαζα χαμηλόφωνα Τα πάθη τον νεαρού Βέρθερον, μου έριξε ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα, μισο-κρυμμένο ακόμα πίσω από τα δάχτυλα του.
Κι εγώ, την ίδια στιγμή, βρέθηκα στα πόδια του και σκέπαζα το χέρι του με φιλιά, ήμουν ξαναμμένος κι έτρεμα. Αλλά μέσα στα γαλάζια και περήφανα μάτια του είδα μια λάμψη θριάμβου.
Αυτό με συνέφερε.
Σηκώθηκα και κάθισα στο πιάνο.
Ο Πλάτωνας σου.

Λεοπόλντ φον Ζάχερ-Μαζόχ: Ο έρωτας του Πλάτωνα (Αστάρτη)

Πέμπτη, Μαΐου 20, 2010

Νο 690

Paul Cadmus (ΗΠΑ)

Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη από πνιγμένους ήχους. Το προδοτικό φως στην τουαλέτα του πάρκου έμενε πάντα αναμμένο και φώτιζε αυτό που συνέβαινε ακόμα και για εκείνους που δεν έπρεπε να το δουν, για εκείνους που αντιμετώπιζαν την παράξενη δραστηριότητα γύρω από την τουαλέτα με την υπεροψία της κοινής αντίληψης ή με εκείνη την υπηρεσιακή περιέργεια που έδειχνε η αστυνομία, όταν έβγαινε σε άτακτα διαστήματα για να κάνει μπλόκο και κάθε φορά συνελάμβανε κάποιους ηλικιωμένους άντρες, που ύστερα από λίγες ώρες τους άφηνε πάλι ελεύθερους. Συχνά ήταν ανάμεσα τους και τρομαγμένοι οικογενειάρχες. (…)
Εκείνη τη στιγμή κάποιος τον άρπαξε και τον τράβηξε προς τα πίσω. Ένιωσε το σιδερένιο σφίξιμο ενός μπράτσου στο λαρύγγι του κι έχασε την ισορροπία του. Η ατσάλινη λαβή τού έκοψε το αίμα και την ανάσα. Ένα πυκνό, άχρωμο παραπέτασμα έπεσε αμέσως μετά και ο Ερνέστ έχασε τις αισθήσεις του, πρόλαβε μόνο να ακούσει δυο λέξεις που του είχαν ψιθυρίσει στο αυτί: «Πούστη, γαμιόλη!»
Όταν συνήλθε, ήταν πεσμένος στο έδαφος, δεν απόρησε, προσπάθησε να ανασάνει, ήταν πεσμένος ανάσκελα, άκουσε το λαχάνιασμά του, την ίδια του την πνιχτή αναπνοή, τότε τον χτύπησαν με ένα βαρύ αντικείμενο, πρώτα στο στήθος, ύστερα στο στομάχι, με κάτι σαν κλομπ. Διπλώθηκε στα δύο, και μόλις γύρισε στο πλάι, δέχτηκε κι αποκεί μια κλοτσιά, ήταν λοιπόν περισσότεροι. Άκουσε ξεφωνητά εκεί κοντά, μετά σιωπή, δεν ήθελαν να τραβήξουν την προσοχή άσχετων περαστικών, δεν ήθελαν να κινητοποιηθεί η αστυνομία, όλοι φοβόντουσαν. Ο Ερνέστ δεν ήταν ο μόνος τον οποίο είχαν διαλέξει για τη νυχτερινή διασκέδασή τους, δυο ή τρεις άλλοι δεν είχαν προλάβει να το βάλουν έγκαιρα στα πόδια. Οι τραμπούκοι ήταν περισσότεροι, τουλάχιστον τρεις, μόνοι δεν έρχονταν ποτέ, πάντα ήταν οπλισμένοι με κάποια αντικείμενα.
Αυτό που πάντα φοβόταν είχε συμβεί, τον είχαν αιφνιδιάσει, τώρα ήταν γεγονός, θα τον χτυπούσαν ώσπου να πάψει να κινείται.

Αλέν Κλοντ Ζούλτσερ: Ένας τέλειος σερβιτόρος (Μεταίχμιο)

Τετάρτη, Μαΐου 19, 2010

Νο 689

Kent Neffendorf (ΗΠΑ)

«Του αγόρασα εκείνο το καινούριο μπουφάν, το North Face που φορούσε» είπε ο Τζόνσον, κοιτώντας το χορταριασμένο μέρος του γκαζόν στα πόδια του' η φωνή του χαμήλωσε ξαφνικά. «Διακόσια εβδομήντα πέντε δολάρια. Κάναμε συμφωνία μαζί: του είπα ότι, αν έπαιρνε εκείνο το μπουφάν, θα έπρεπε την επόμενη σεζόν να ξαναβγεί στο γήπεδο. Έφτασαν τα δοκιμαστικά του καλοκαιριού και βρήκε κάποια δικαιολογία για να μην παίξει. Έκανε πολλή ζέστη, δεν είχε διάθεση… τέτοιες μπούρδες. Τον τσάκισα. Του είπα ότι μ’ έκανε να ντρέπομαι». Το κάτω χείλος του Τζόνσον έτρεμε ελαφρά. «Του είπα: "θα κάθεσαι στο δωμάτιό σου σαν να είσαι καμιά αδερφάρα, ενώ τα’ άλλα αγόρια θα είναι στο γήπεδο και θα γίνονται άντρες;"»
Ο Ραμόουν, αμήχανος, και λίγο θυμωμένος, δεν κοίταξε τον Τζόνσον.
«Πότε το είδες τελευταία φορά;» είπε ο Ραμόουν.
«Δουλεύω εφτά με τρεις, οπότε είμαι συνήθως σπίτι την ώρα που επιστρέφει από το σχολείο. Βγήκε έξω και τον ρώτησα πού πάει. "Πάω μια βόλτα" μου είπε και του είπα "Κάνει πολλή ζέστη για να φοράς αυτό το μπουφάν. Και το ξέρεις ότι δεν πρέπει να το φοράς, ούτως ή άλλως, γιατί αθέτησες τη συμφωνία που κάναμε"».
«Και;»
«Μου είπε: "Σ’αγαπώ, μπαμπά"». Ένα δάκρυ άρχισε να τρέχει από το μάτι του Τζόνσον και να κυλάει στο μάγουλό του. «Μόνο αυτό μου είπε. Και γύρισε αμέσως κι έφυγε από το σπίτι. Την επόμενη φορά που τον είδα ήταν παγωμένος. Κάποιος είχε φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι του γιου μου»
Ο Ραμόουν κοίταξε τον ουρανό και τις σκιές που μεγάλωναν στο γρασίδι. Θα είχε φως για λίγες μόνο ώρες ακόμα. Σηκώθηκε από το κάθισμά του.

Τζόρτζ Πελεκάνος: Ο κηπουρός της νύχτας (Πατάκης)

Τετάρτη, Μαΐου 05, 2010

No 688


Σε μια χολυγουντιανή ταινία του 1934 (Καμπαρέ των ονείρων), ένα ζευγάρι χορεύει. Τους πλησιάζει ένας τρίτος, χτυπάει τον άντρα στον ώμο και τον ρωτάει: «Μου επιτρέπετε;» Είναι μια κλασική σκηνή χορού, μόνο που αυτή τη φορά οι θεατές θα αιφνιδιαστούν καθώς οι δύο άντρες αγκαλιάζονται και συνεχίζουν τον χορό. Η σεναριογράφος Αννίτα Λόος έλεγε: «Οι ξανθιές δεν έχουν πια πέραση. Τώρα οι κύριοι μοιάζουν να προτιμούν τους κυρίους». Η πρώτη ταινία που ασχολήθηκε ευθέως με την ομοφυλοφιλία ήταν το Αλλιώτικοι απ’ τους άλλους (1919): ο Κόνραντ Βάιντ γνωρίζει σε μια γκέι χοροεσπερίδα τον Ράινχολντ Σύντσελ, τον πηγαίνει σπίτι του και του χαϊδεύει (φευγαλέα) το (εντελώς ντυμένο) στήθος του. Αυτό ήταν όλο κι όλο. Έφτασε όμως για να καταρρίψει, έστω και υπαινικτικά, το ταμπού της ερωτικής επαφής δύο αρσενικών.
Κάποιες γκέι ταινίες που ακολούθησαν, αναζήτησαν με τη σειρά τους υπαινικτικούς τρόπους, ακόμη και σε εποχές όπου η λογοκρισία δεν το απαιτούσε ρητά. Στην ταινία Ο ροζ νάρκισσος (1971) μια πεταλούδα που βγαίνει από το κουκούλι της και κάθεται πολύ κοντά στον φουσκωμένο καβάλο ενός άντρα, δηλώνει μεταφορικά τη δημόσια αποκάλυψη της σεξουαλικής ταυτότητας, ενώ στην ταινία Πυροτεχνήματα (1947) η έκσταση του οργασμού υποδηλώνεται με την εικόνα ενός πυροτεχνήματος που προεξέχει, πετώντας σπίθες, από το φερμουάρ ενός ανδρικού παντελονιού. Στον Καραβάτζιο (1986) είναι ολοφάνερο πως το ενδιαφέρον του ζωγράφου (Νάιτζελ Τέρι) για το μοντέλο του (Σων Μπιν) είναι παραπάνω από επαγγελματικό: πιάνει ένα νόμισμα με τα χείλη του, ενώ στο Ερωτικό τργούδι (1950) δύο κρατούμενοι σε διπλανά κελιά μοιράζονται άτι παραπάνω από τσιγάρο όταν ο ένας τους φυσάει τον καπνό στο στόμα του άλλου από ένα καλαμάκι χωμένο στον τοίχο.

Douglas Keesey – Paul Duncan (επιμ): Ο ερωτικός κινηματογράφος (Taschen)