Πέμπτη, Μαρτίου 25, 2010

No 679


Ήθελα στ’ αλήθεια να σε παντρευτώ. Σου το γράφω στα ελληνικά, διότι σ’ αυτή τη γλώσσα ακούγεται υστερικά γελοίο. Εδώ όλα βασίζονται στη «διακριτικότητα». Οι λεσβίες σαν κι εμάς, με ξεκάθαρα και ανοιχτά σχέδια για κοινή ζωή σε κοινή θέα, δεν υφίστανται. Κρύβονται, ποιος ξέρει. Δεν παντρεύονται πάντως. Αν και θα γίνει κι αυτό, είναι θέμα χρόνου. Γνώρισα επιτέλους ένα ζευγάρι. Έψαξα στο internet, υπάρχει ένα αρκετά αξιοπρεπές site. Τις γνώρισα σε μια προβολή κινηματογραφική, αναγκάστηκα να ζητήσω τσιγάρο για να πιάσω κουβέντα. Στον έξω κόσμο συμπεριφέρονται ως φίλες. Φίλες σε στυλ δεκάτου ενάτου αιώνα. Φίλες σε στυλ Playboy. Εξαρτάται από το περιβάλλον. Όπως δηλαδή κι εμείς μπροστά στον πατέρα μου και στους ομοίους του. Αν δεν σου το έχω πει έως σήμερα καθαρά, σου το λέω τώρα: χαίρομαι που του το είπες. Σα να σε βλέπω μπροστά μου (πάντα θα σε βλέπω μπροστά μου να κάνεις αυτό) να σηκώνεσαι απ’ το τραπέζι με τις τιράντες πεσμένες, με το ένα κοτσιδάκι λυτό απ’ τη μανία, να εξηγείς στον πατέρα μου ότι δεν είσαι ανώμαλη, ότι υπάρχουν ομοφυλόφιλα ζώα (δε θυμάμαι όμως, ποιο ζώο είχες αναφέρει;). Δεν ήξερες ότι ο πατέρας μου είναι αυτής της γενιάς η οποία αρέσκεται να χαρακτηρίζει διάφορα πράγματα «ανώμαλα»; Ο δικός σου σού έκανε τη χάρη και πέθανε. Η Ελένη είχε πει «καλύτερα να πεθαίνουν νωρίς οι πατεράδες, ιδιαίτερα οι πατεράδες κοριτσιών». Το σκέφτομαι από το 1995 που το είπε και πλέον συμφωνώ: ο θάνατος ενός πατέρα μειώνει την καταπίεση μιας νέας γυναίκας κατά 60%. Μιας νέας λεσβίας κατά 80%.

Άντζελα Δημητρακάκη: Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν κι εσένα (Εστία)

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Περί διακριτικότητος
Η τεχνολογική καθυστέρηση της Ελλάδας, ο υφέρπων ρατσισμός, η άβυσσος που χωρίζει μια κολωνακιώτικη μπουτίκ από το φωταγωγό μιας μικροαστικής πολυκατοικίας, η αποξένωση των ανθρώπων, το λάιφ στάιλ των τριάντα και κάτι «ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσδιορισμού», που «καπνίζουν, πίνουν, πηδιούνται και νοικιάζουν διαμερίσματα για να μην έχουν σκοτούρες», οι εντάσεις στα πεδία της οικονομίας και της παιδείας, όλα λίγο πολύ βρίσκουν τη θέση τους.

Η σεξουαλική ταυτότητα της Μελά δεν την οδηγεί στη μοναξιά, κάθε άλλο, αλλά γράφοντας στην παλιά της ερωμένη «ήθελα στ' αλήθεια να σε παντρευτώ», έχει συνείδηση πόσο γελοίο ακούγεται αυτό στη γλώσσα μας. «Εδώ όλα βασίζονται στη "διακριτικότητα"», αναγνωρίζει. «Οι λεσβίες σαν κι εμάς, με ξεκάθαρα και ανοιχτά σχέδια για κοινή ζωή σε κοινή θέα δεν υφίστανται. Κρύβονται, ποιος ξέρει...».

Αν το alter ego της Δημητρακάκη καταπιανόταν τελικά μ' ένα μυθιστόρημα «για όλες τις λεσβίες της Αθήνας που είναι γύρω στα τριάντα, που τους αρέσουν οι εκδρομές, που πιστεύουν στον έρωτα και τις ανθρώπινες σχέσεις, που είναι οικονομικά ανεξάρτητες, που ακούνε Blonde Redhead και Feist», θα προέκυπτε κάτι με συνοχή - «ο κύκλος δεν είναι μεγάλος», όπως λέει.

Η ίδια η Δημητρακάκη, πάντως, με το τέταρτο μυθιστόρημά της δεν αποσκοπεί σε μιαν αντίστοιχη κοινωνική καταγραφή. Απ' ό,τι φαίνεται το στοίχημά της ήταν να περιπλανηθεί σε υπαρξιακά βάθη, να στοχαστεί πάνω στο λεσβιακό ψυχισμό και να μπολιάσει το μυθιστορηματικό της κόσμο με το θεωρητικό της υπόβαθρο στη σύγχρονη τέχνη, απευθυνόμενη σ' ένα μάλλον απαιτητικό κοινό

Ανώνυμος είπε...

Γυναικείες υποθέσεις
Στο νέο της μυθιστόρημα η Αντζελα Δημητρακάκη δίνει φωνή σε μια ομοφυλόφιλη και παρακολουθεί τη διαδρομή της προς την αυτογνωσία

Της Σταυρούλας Παπασπύρου , Ελευθεροτυπία, 14/6/2009

Η γυναικεία ομοφυλοφιλία ελάχιστες φορές απασχόλησε την ελληνική λογοτεχνία ώς τώρα.
Αν εξαιρέσουμε το ρομάντζο «Η ερωμένη της» της μυστηριώδους Ντόρας Ρωζέττη που γράφτηκε το 1929 και αναδείχτηκε από τη φιλόλογο Χριστίνα Ντουνιά τα τελευταία χρόνια (εκδ. Μεταίχμιο), καθώς και το μυθιστόρημα «Μόνο γυναίκες» που υπογράφεται από την επίσης μυστηριώδη Μάρα Σέη (εκδ. Κέδρος, 2001), άλλα δείγματα δεν διαθέταμε.

Να, όμως, που η 41χρονη Αντζελα Δημητρακάκη, συγγραφέας που έκανε αίσθηση στα τέλη της δεκαετίας του '90, αποτυπώνοντας τα ήθη των «παγκοσμιοποιημένων» συνομηλίκων της στην «Ανταρκτική» (εκδ. Οξύ), σπάει την παράδοση. Στο καινούριο της βιβλίο «Μέσα σ' ένα κορίτσι σαν κι εσένα» (εκδ. Εστία), δανείζεται το προσωπείο μιας τριαντάχρονης λεσβίας και, μέσα από μια φιλόδοξη, μεταμοντέρνα σύνθεση, επιχειρεί να ξεδιπλώσει τη διαδρομή της ηρωίδας της προς την αυτογνωσία, φωτίζοντας από πολλές πλευρές τον εσώτερο εαυτό της.

Η αποκάλυψη
Η πρωταγωνίστρια του «Μέσα σ' ένα κορίτσι σαν κι εσένα», η Κατίνα Μελά, είναι μια γεννημένη στο Σικάγο Ελληνοαμερικανίδα, και η γνωριμία μαζί της, σε πρώτη φάση, γίνεται μέσα από ένα πλήθος επιστολών. Από τα γράμματα που συντάσσει η ίδια με αποδέκτες συγγενείς και φίλους -κάποια από τα οποία δεν αντέχει να στείλει καν- γίνεται αντιληπτό πως έχει μόλις εγκαταλείψει το διδακτορικό της στο Πρίνστον, πως φλερτάρει με την ιδέα να γράψει ένα μυθιστόρημα, πως έχει πίσω της μια πολύχρονη αλλά οριστικά τελειωμένη ερωτική σχέση με ομόφυλή της, και πως το οικογενειακό της παρελθόν την έχει σημαδέψει βαθιά.

Καρπός δύο ανθρώπων «που μόνο σ' ένα πράγμα συμφωνούσαν, στο ότι δεν ήταν Αμερικανοί», και των οποίων το διαζύγιο μόνο βελούδινο δεν ήταν, η ηρωίδα της Δημητρακάκη πάλλεται από αισθήματα μίσους για τον πατέρα της, ενώ αντίθετα η πρόσφατα χαμένη μητέρα της στοιχειώνει ολόκληρη την ύπαρξή της. Η τελευταία, όπως μαθαίνουμε, ήταν μια ομοφυλόφιλη διανοούμενη με κρυφή ζωή, που μολονότι άργησε να μυήσει την κόρη της στα μυστικά της, ανέπτυξε μια σχέση μαζί της εξαιρετικά δυνατή. Ο βασικός άλλωστε λόγος που η Μελά επιστρέφει στη χώρα καταγωγής της είναι για να σκαλίσει τις ρίζες της μητέρας της.

Η Αθήνα που συνάντησε
Σε πείσμα των συμβουλών του καθηγητή της να καταπιαστεί μ' ένα ακόμη «ελυτοσεφεροκαβαφικό» διδακτορικό, η Μελά έχει ξοδέψει ήδη τέσσερα χρόνια εξερευνώντας την ποίηση ως χώρο έκφρασης της γυναικείας ομοφυλοφιλίας στην Ελλάδα, μέσα από το έργο μιας αινιγματικής ποιητικής φωνής, που φέρει το ψευδώνυμο Θαλασσία Υλη. Μιας εκπροσώπου της φεμινιστικής γενιάς του '60 με κομβικό στοιχείο στο έργο της τη σχέση μητέρας-κόρης, μιας καταξιωμένης ποιήτριας που ως τον ξαφνικό θάνατό της, το 2005, είχε αρνηθεί πεισματικά ν' αποκαλύψει την αληθινή της ταυτότητα.

Χάρη στους συνεχείς υπαινιγμούς της Δημητρακάκη, η υποψία ότι ένας πραγματικός, κι όχι μεταφορικός, ομφάλιος λώρος συνδέει τις παραπάνω γυναίκες, αρχίζει να γιγαντώνεται από νωρίς. Μέχρις ότου, όμως, συμπληρωθεί αυτό το παζλ, που αποτελείται από επιστολές, ημερολογιακές καταγραφές και επιστημονικές ανακοινώσεις, η συγγραφέας της «Αντιθάλασσας» και του «Μανιφέστου της ήττας» έχει όλη την άνεση να μας ξεναγήσει λεπτομερώς στο ταραγμένο παρελθόν και το αθηναϊκό παρόν της ηρωίδας της, σχολιάζοντας εμμέσως την πραγματικότητα που αντίκρισε και η ίδια τη διετία 2006-2007, σ' ένα διάλειμμα από τις ακαδημαϊκές της υποχρεώσεις στη Βρετανία.

библиоptic είπε...

Για το βιβλίο γράφει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στο Εντευκτήριο – τχ.86, Ιούλιος 2009
:
Yπαρξιακός χαμός

Η ομοφυλοφιλική ταυτότητα, η συγκέντρωση και η εναλλαγή θηλυκών και αρσενικών χαρακτηριστικών στο ίδιο φύλο, η ρευστότητα των προσώπων και των πραγμάτων σ' έναν κόσμο με ως εξ ορισμού πορώδη σύνορα, η ανάμιξη φυλών και εθνοτήτων σε πλανητικό επίπεδο, οι υβριδικές κοινωνικές ομάδες και προσωπικότητες, αλλά και η στροφή των ανθρωπιστικών σπουδών (εκείνων που κάποτε με θεία σχεδόν αφέλεια ονομάζαμε humanities) στους σεξουαλικούς και τους ιδεολογικούς συμβολισμούς των προϊόντων της υψηλής τέχνης ή της μαζικής κουλτούρας (από κινηματογράφο και μουσική μέχρι κόμικς και μυθιστόρημα), στο πλαίσιο μιας όλο και μεγαλύτερης διάχυσης της ατζέντας του μεταμοντερνισμού (όσο κι αν είναι δύσκολο να εγκλωβίσουμε τον μεταμοντερνισμό σε οποιαδήποτε ατζέντα), έχουν αρχίσει να απασχολούν σε ορατή έκταση και τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, η οποία συχνά δοκιμάζει να παρακολουθήσει από απόσταση αναπνοής την απείρως μεταβαλλόμενη και άκρως μεταβατική εποχή της.

Ένα δείγμα οργανικού εγκλιματισμού στα νέα δεδομένα (κάθε άλλο παρά πρόχειρο ή αγχωμένο) είναι το καινούργιο μυθιστόρημα της Άντζελας Δημητρακάκη, που αποτελεί κατά τη γνώμη μου και την αρτιότερη μονάδα της πεζογραφικής της παραγωγής μέχρι σήμερα. Αν στις προηγούμενες μυθιστορηματικές της συνθέσεις (Ανταρκτική, 1997’ Αντιθάλασσα, 2002’ Το μανιφέστο της ήττας, 2006) η συγγραφέας φιλοτέxνησε το πρόσωπο μιας γενιάς που πολύ γρήγορα ένιωσε πως καταδικάστηκε στη διάλυση και την αποτυχία (συγκρούστηκε επί ματαίω με τον οικογενειακό και τον συλλογικό της περίγυρο κι έζησε ποικιλόμορφα ατομικά αδιέξοδα και δράματα), αφήνοντας στα αζήτητα της δεκαετίας του 1990 την πρώτη της νεότητα, στο Μέσα σ' ένα κορίτσι σαν κι εσένα η ίδια γενιά προλαβαίνει όxι μόνο να γλείψει απεγνωσμένα τις πληγές της, τρελαμένη από το βάθος του κενού στο οποίο έχει κατρακυλήσει, αλλά και να ανοίξει νέα πεδία καταστροφής, με τραύματα ικανά τώρα να παραμείνουν δια βίου ανεπούλωτα.

Πρωταγωνίστρια στο Μέσα σ' ένα κορίτσι σαν κι εσένα είναι η Κατίνα Μελά, γόνος οικογένειας Ελληνοαμερικανών και ερευνήτρια της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, που αποφασίζει στα τριάντα της να δώσει μια γενναία κλωτσιά στο δικτατορικό της με θέμα τη λεσβιακή (έκκεντρη και αιρετική ή παραβατική) ποίηση της Θαλασσίας Αύρας, μιας γυναίκας η οποία έχει στεγάσει κάτω από το παράξενα υποβλητικό της ψευδώνυμο, όχι μόνο την πολλαπλά καταπιεσμένη σεξουαλική ορμή της αλλά και τη διπλή (κοσμοπολίτικη και συνάμα περιφερειακή) γλωσσική της έκφραση, με ποιήματα γραμμένα άλλοτε στα αγγλικά και άλλοτε στα ελληνικά.
… …
η συνέχεια στο επόμενο σχόλιο

библиоptic είπε...

συνέχεια και τέλος του σχολίου

Η Κατίνα Μελά εγκαταλείπει μετά τον θάνατο της μητέρας της τους δικούς της στις ΗΠΑ για να παραμείνει έναν χρόνο στην Αθήνα, από την οποία θα βάλει εν συνεχεία πλώρη για την εξωτική Σρι Λάνκα. Στην Αθήνα θα κουβαλήσει και θα αδειάσει, θέλει δεν θέλει, όλη την ιστορία του εαυτού της: θα μισήσει ξανά και ξανά τον άσχετο με τα πάντα πατέρα της, θ' αγαπήσει κατ' επανάληψη τον πέρα για πέρα ακυρωμένο αδελφό της, που έχει κάψει την πατρική πιτσαρία, και, πάνω απ' όλα, θα λατρέψει με ανυποχώρητο και ασύγγνωστο πάθος την πεθαμένη μητέρα της - διανοούμενη και ορκισμένη λεσβία, όπως η βία και η Θαλασσία Αύρα, το αντικείμενο της ανολοκλήρωτης επιστημονικής της μελέτης. Λεσβία μάνα, λεσβία κόρη, queer και lesbian studies στην Αμερική’ λεσβίες παραδομένες στο άγριο και συνάμα απίστευτα τρυφερό και λιγωτικό σεξ στην Αθήνα’ λεσβίες, στην Αθήνα ή στην Αμερική, με διάτρητο (κατάστικτο από τις αντιθετικές εγγραφές του) εγώ - λεσβίες που δεν αγωνίζονται για τα δικαιώματα, την κουλτούρα και την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση των ομοφυλοφίλων αλλά για κάτι πολύ πιο περίπλοκο και ολισθηρό: για την ελευθερία του κορμιού και της συνείδησης τους, η οποία σε οριακές περιπτώσεις (όπως στην περίπτωση της Κατίνας Μελά, της μαμάς της και της Θαλασσίας Αύρας) είναι δυνατόν να οδηγήσει στη διάρρηξη προαιώνιων ταμπού, επιφέ-ροντας μιαν ολοσχερή κοινωνική και οντολογική καταβαράθρωση, ταυτισμένη από ένα σημείο και πέρα με έναν ανεπίστροφο, καθαρώς υπαρξιακό, χαμό.

Αυτή η τόσο γνήσια αίσθηση του χαμένου στοιχήματος και της αναπόδοτης διακινδύνευσης δίνει στο βιβλίο της Δημητρακάκη όλη του τη δύναμη και την επιτυχία. Απαλλαγμένο από το πνεύμα οιασδήποτε στράτευσης, με αμφίσημη και μάλλον ειρωνική διάθεση απέναντι στη διεθνή slang των κάποτε απομυθοποιητικών αλλά ήδη ανησυχητικά ιδεολογικοποιημένων πολιτισμικών σπουδών, εκ των πραγμάτων και όχι κανονιστικά παγκοσμιοποιημενο (οι ήρωες κινούνται μεταξύ Αμερικής, Ευρώπης, Αφρικής και Ασίας, μέσω μιας σωστά ψαγμένης δραματουργίας), το Μέσα σ' ένα κορίτσι σαν κι εσένα είναι ένας θρήνος για ό,τι δεν θα κερδηθεί ποτέ στις κοινωνίες και στις ψυxές μας, αλλά και μια κυψέλη αφειδώλευτης σάρκας και απόλυτα αισθησιακού ερωτισμού. Τα μάλα στην εξαιρετικά αποτελεσματική οικονομία του έργου συμβάλλει και η ιδιαιτέρως προσεγμένη αφηγηματική διάρθρωση: συνταιριάζοντας τον επιστολικό και τον ημερολογιακό λόγο με τον λόγο του δοκιμίου και της δημοσιογραφίας, η Δημητρακάκη περνάει με ευxέρεια από την εξωτερική όψη της πραγματικότητας στους εσωτερικούς της πυρήνες (από τον λιγότερο ή περισσότερο αντικειμενικό τόνο των e-mail, των xειρόγραφων γραμμάτων, των επιστημονικών ανακοινώσεων και των συνεντεύξεων στη φοβική και ασθματική εκφορά του ημερολογίου), διαμορφώνοντας ένα καθ' όλα επεξεργασμένο και λειτουργικό (μια τέλεια εξισορρόπηση) σύνολο.

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Εντευκτήριο – τχ.86, Ιούλιος 2009