Τετάρτη, Νοεμβρίου 25, 2009

No 654

Image Hosted by ImageShack.usDavid Hockney (Ην. Βασίλειο)
.
Μόλις έκλεισε η πόρτα, ο Θέιερ όρμησε στον Χάρντι, τον βύθισε στη μάλλινη, υγρή μόχα του επενδύτη του και πίεσε το στόμα του πάνω στο δικό του, έτσι που τα δόντια τους συγκρούστηκαν. Ύστερα έπεσαν στο πάτωμα, και τα ρούχα βγήκαν τόσο βίαια που ο Χάρντι άκουγε κουμπιά να σπάνε. Το ότι ο Θέιερ, όπως αποδείχτηκε, προτιμούσε να σοδομιστεί, δεν αποτελούσε έκπληξη. Ο Κέυνς είχε ενημερώσει τον Χάρντι για το περίεργο γεγονός ότι σχεδόν όλοι οι αδειούχεοι στρατιώτες ήθελαν, στις συνευρέσεις τους με ομοφυλόφιλους, να έχουν τον παθητικό ρόλο. «Σημειωτέον, ότι δεν παραπονιέμαι», είχε πει ο Κέυνς. «Απλώς μου φαίνεται παράξενο. Περίμενα πως θα πρτιμούσαν να έχουν αυτοί τον ενεργητικό ρόλο, ώστε να μπορούν να πουν στον εαυτό τους ότι δεν είναι πραγματικά ανώμαλοι, αλλά απλώς εκμεταλλεύονται την ευκαιρία, αφού είναι φτηνότερο από μια πουτάνα, και τα λοιπά – αλλά όχι». αντίθετα, φαίνεται ότι προτιμούσαν, όπως το περιέγραψε κάποιος εραστής του Κέυνς, «να δουν πώς είναι». Λες και –ύστερα από τόσες ζωές που είχαν αφαιρέσει, κι αφού είχαν κινδυνέψει να πεθάνουν και οι ίδιοι- απαιτούσαν τώρα μια ερωτική εμπειρία πιο ακραία από τη συνήθη συνουσία. Ο Χάρντι ανταποκρίθηκε πρόθυμα όταν ο Θέιερ γονάτισε και του πρότεινε τον πισινό του, παρά το γεγονός, που δεν το είχε ομολογήσει σε κανέναν φίλο του (ούτε καν στον Κέυνς), ότι ποτέ μέχρι τότε δεν είχε προβεί σε σοδομισμό’ το σεξουαλικό του ρεπερτόριο περιοριζόταν σε κάποιες ακατανόμαστες πράξεις «πράξεις ιδιαίτερης απρέπειας», τις οποίες ο νόμος τιμωρούσε με μεγαλύτερη επιείκεια: χουφτώματα και γλειψίματα, περισσότερο τα πρώτα παρά τα δεύτερα στην περίπτωση του Χάρντι, λόγω του ότι η μητέρα του τού είχε ενσταλάξει την πεποίθηση ότι τα μικρόβια μεταδίδονται κυρίως μέσω του στόματος. Ο Γκάι τον κορόιδευε γι’ αυτό.
Και τι θα σκεφτόταν ο Γκάι, αν τον έβλεπε εκείνο το πρώτο απόγευμα με τον Θέιερ, να έχει πέσει στα γόνατα και να αποδίδει θαυμάσια, αν έκρινε κανείς από τα μοπυγκρητά και τους αναστεναγμούς του άλλου; Τα κατάφερνε τόσο καλά που για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε τελικά να το κάνει κάποτε και με γυναίκα. Όχι, όμως. Αυτό που απολάμβανε δεν ήταν τόσο το ίδιο το πήδημα όσο οι παροξυσμοί ηδονής του Θέιερ. Ο Θέιερ ελευθερώθηκε, γύρισε ανάσκελα κι έβαλε τα πόδια του στους ώμους του Χάρντι. Τώρα η ουλή από το θραύσμα της οβίδας βρισκόταν ακριβώς αριστερά από το στόμα του –κόκκινη και οδοντωτή- και, καθώς ο Χάρντι τον αγκάλιασε, δεν μπόρεσε να μην τη διατρέξει με τη γλώσσα του. Ο Θέιερ μούγκρισε και τελείωσε. Τελείωσε και ο Χάρντι.

David Leavitt: Ο υπάλληλος από την Ινδία (Πόλις)

Πέμπτη, Νοεμβρίου 19, 2009

No 653

Image Hosted by ImageShack.usΓιάννης Κεφαλληνός

Φλόγες μοιάζουν να ξερνούν τα μάτια αυτού του νέου, που το κορμί του, κάτω από της φτώχειας τα ενδύματα, σπαρταρά ολόκληρο. Τον πλησιάζει κι άλλο. Μα εκείνος δεν φαίνεται να έχει επίγνωση. Με βλέμμα απλανές και άσπλαχνο κοιτάζει αλλού.
Στο μεταξύ ο ποιητής βάζει το χέρι στην τσέπη του. Ψάχνει να βρει το μικρό δερμάτινο πορτοφολάκι για τα κέρματα, αγορασμένο κάποτε από έναν Εβραίο έμπορο στο παζάρι Σου-Γκόμα στο δυτικό λιμάνι. Ένα κράμα από λίρες, σελίνια, γρόσια και δεκάρες κουδουνίζουν εκεί. Μαζί και καμιά φτωχή δραχμούλα. Τραβά ένα νόμισμα αποφασιστικά και του το προτείνει.
Οπότε, ξαφνικά η φωνή του νεαρού, χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος του, ακούγεται τραχιά μέσα από το ολοκαίνουργιο λαρύγγι του:
«Τράβα το δρόμο σου, κύριος».
Άκουσε καλά ή του φάνηκε; Παρ’ όλο το κρύο ο ποιητής ιδρώνει. Διστάζει, δεν θέλει να κάνει πίσω, να παραιτηθεί. Ίσως είναι η υπερηφάνεια που μιλά σ’ αυτό τον άνθρωπο. Ναι, σίγουρα αυτή υπαγορεύει τους απότομους τρόπους. Μένει νε το χέρι μετέωρο. Προσπαθεί να ψελλίσει κάτι. Δεν ξέρουμε ποιος είναι πιο απελπισμένος από τους δυο: αυτός που προσφέρει ή εκείνος που αρνείται;
Οπότε. Η τραχιά νεανική φωνή δίνει τη λύση:
«Κράτα τα λεφτά σου, γέρο. Δεν είμαστε για τα δόντια σου εμείς».
Και πάλι αμφιβάλλει αν άκουσε καλά. Καθυστερεί λίγα δευτερόλεπτα ακόμα. Είναι τα μάτια του νέου άντρα που ξερνούν λάβα και τον τραβάνε σαν μαγνήτης ή μήπως αυτή η απόρριψη τον πεισματώνει περισσότερο; Αυτόν! έναν καθωσπρέπει αστό, ένα στέλεχος της κοινωνίας. Κάνει ακόμα ένα βήμα προς το μέρος του. Νιώθει τώρα τα χέρια του νεαρού, χέρια με σιδερένιες λαβές, να τον απωθούν, να τον σπρώχνουν. Έτοιμα αν χρειαστεί να χειροδικήσουν. Λίγο ακόμα και από θύτης θα βρεθεί θύμα. Τρελέ ποιητή!
«Δεν άκουσες; Φύγε, σου λέω πούστη!»
Επιτέλους η μοιραία λέξη, που τον καταδιώκει χρόνια, ειπώθηκε. Αυτός ο νέος είναι μια επιτομή της κοινής γνώμης.
Ο ποιητής οπισθοχωρεί κακήν κακώς. Τρέμει ολόκληρος.

Μένης Κουμανταρέας: Το show είναι των Ελλήνων (Κέδρος)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 18, 2009

No 652

Image Hosted by ImageShack.usΓιάννης Τσαρούχης

ΑΝΑΜΦΙΒΟΛΩΣ
.
Όταν επέρασεν απ’ εκείνες τες γειτονιές
– όλως τυχαίως- εκείνο το βράδυ
(καλοκαίρι) πώς εθυμήθη
εξαίσιες μυρωδιές από υασεμί
στον κήπο του ή τες λεπτές
εκείνες ευωδιές που με τες ριπες
του αέρα τα’ αγιόκλημα σου στέλνει
πώς εθυμήθη εκείνα τα βτάδια
π’ ανέβαινε τη σκάλα κι εκείνος
επερίμενε με λάμπα χαμηλή
σχεδόν σβησμένη.

Τώρα, που όλως τυχαίως
απ’ τες ίδιες γειτονιές περνά ξανά,
βλέπει φώτα πολλά στο παράθυρο
και παιδικές φωνές ακούει
αναμφιβόλως πολλές φωνές παιδιών.

Ετάχυνε το βήμα κι ενεθυμήθη
τα τελευταία λόγια του
«θα υπανδρευτώ», τον είχε πει,
«μια πιο ηθική ζωή θα ζήσω, μα πάλι…»

Παιδικές φωνές και γέλια
αναμφιβόλως
ετάχυνεν το βήμα.

Ρέμων Γραικός: Κ.Π. Καβάφης (1917-2005) [Γαβριηλίδης]

Τετάρτη, Νοεμβρίου 11, 2009

No 651

Image Hosted by ImageShack.usViktor Lipunov (Ρωσία)
.
Στο βάθος μπροστά του είδε έναν άντρα. Ο Αλεξάντρ σταμάτησε. Ο άντρας στράφηκε και τον κοίταξε. Μια ηλεκτρισμένη παύση μαρτυρούσε πως και οι δύο βρίσκονταν εκεί για τον ίδιο λόγο. Ο Αλεξάντρ προχώρησε ενώ ο άντρας έμεινε ακίνητος στη θέση του περιμένοντας ο άλλος να πάει κοντά του. Μόλις βρέθηκαν δίπλα δίπλα, κοίταξαν κι οι δυο τους ολόγυρα θέλοντας να βεβαιωθούν πως ήταν μόνοι και ύστερα κοιτάχτηκαν. Ο άντρας ήταν νεότερος από τον Αλεξάντρ, το πολύ δεκαεννιά είκοσι χρονών. Έδειχνε αβέβαιος και ο Αλεξάντρ σκέφτηκε πως αυτή πρέπει να ήταν η πρώτη του φορά. Τη σιωπή έσπασε ο Αλεξάντρ.
- Ξέρω ένα μέρος όπου μπορούμε να πάμε.
Ο νεαρός ξανακοίταξε γύρω του κι ύστερα έγνεψε καταφατικά χωρίς να πει λέξη. Ο Αλεξάντρ συνέχισε:
- Ακολούθησε με, από απόσταση.
Προχώρησαν χωριστά. Ο Αλεξάντρ έφυγε πρώτος, κι όταν ξεμάκρυνε καμιά διακοσαριά βήματα, γύρισε να ελέγξει. Ο άλλος τον ακολουθούσε ακόμα.
(…) Η πόρτα του γραφείου άνοιξε κι άλλο. Ο άντρας μπήκε μέσα, κι οι δυο τους κοιτάχτηκαν καλά για πρώτη φορά. Ο Αλεξάντρ πήγε στην πόρτα και την έκλεισε. Ο ήχος της κλειδαριάς τον διέγειρε. Σήμαινε πως ήταν ασφαλείς. Σχεδόν αγγίζονταν, αλλά και πάλι όχι ακριβώς, κανείς τους δεν ήταν σίγουρος ποιος θα έκανε την πρώτη κίνηση. Ο Αλεξάντρ απολάμβανε τη στιγμή και ήταν αποφασισμένος να περιμένει όσο μπορούσε να αντέξει, ώσπου έσκυψε και τον φίλησε.
Κάποιος χτύπησε με δύναμη την πόρτα. Το πρώτο που σκέφτηκε ο Αλεξάντρ ήταν πως πρέπει να ήταν ο πατέρας του – πρέπει να το είχε καταλάβει, να το ήεξερε όλον αυτό τον καιρό. Τότε όμως συνειδητοποίησε πως ο θόρυβος δεν ερχόταν απέξω. Ήταν αυτός ο άντρας που βροντούσε την πόρτα, φωνάζοντας να τον ακούσουν. Είχε αλλάξει γνώμη; Σε ποιον φώναζε; Ο Αλεξάντρ σάστισε. Έξω από το γραφείο άκουγε φωνές. Ο άντρας δεν ήταν πια μειλίχιος και συνεσταλμένος. Είχε μεταμορφωθεί. Ήταν οργισμένος, αηδιασμένος. Έφτυσε τον Αλεξαντρ στο πρόσωπο.

Tom Rob Smith: παιδί 44 (Πατάκης)

Πέμπτη, Νοεμβρίου 05, 2009

Νο 650

Image Hosted by ImageShack.usDavid W. Haskins (ΗΠΑ)

Ο Ναγκίμπ πήρε τον Φαρίντ και πήγαν σ’ έναν αγώνα πυγμαχίας στη μεγάλη αίθουσα. Εκεί είχε πάντα μια τιμητική θέση με άνετα καθίσματα. Ο πρώτος αγώνας ήταν βαρετός. «Αρχάριοι», φώναξε ένας θεατής στα δεξιά τους.
Στο διάλειμμα ο παππούς εξαφανίστηκε και δεν επέστρεψε ούτε όταν το καμπανάκι ανήγγειλε τον επόμενο αγώνα. Ο Φαρίντ σηκώθηκε ανήσυχος και πήγε να τον ψάξει. Φοβήθηκε ξαφνικά ότι ο παππούς μπορεί να είχε λιποθυμήσει στην τουαλέτα. Έτρεξε λοιπόν να τον βρει. Σ’ έναν μέτριο χώρο υπήρχαν τέσσερις ή πέντε τουαλέτες. Οι δυο πρώτες ήταν ανοιχτές αλλά, όταν πήγε ν΄ ανοίξει την πόρτα της τρίτης, είδε τον παππού του να βγαίνει από μία πιο πίσω. Δίπλα του προχωρούσε ένας νεαρός. Ο παππούς τακτοποίησε το σακάκι του, έλεγξε τα κουμπιά στο άνοιγμα του παντελονιού του, έβγαλε το πορτοφόλι και πλήρωσε τον άγνωστο. Ο νεαρός, συγκλονισμένος προφανώς από τη γενναιοδωρία του, φίλησε το χέρι του Ναγκίμπ. Εκείνος το αγκάλιασε από τον λαιμό και τον φίλησε στα χείλη. Ο Φαρίντ, που ήθελε να φωνάξει τον παππού του, ένιωσε πολύ παράξενα κι έμεινε στη σκια της πόρτας σαν να είχε βγάλει ρίζες.
Όταν ο Ναγκιμπ βγήκε έξω, τον ακολούθησε διακριτικά μέχρι τις θέσεις τους. «Σε έψαχνα», είπε όταν κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλο. Ο παππούς απέφυγε το ερωτηματικό βλέμμα του.

Rafik Schami: Η σκοτεινή πλευρά της αγάπης (Λιβάνης)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 04, 2009

No 649

Image Hosted by ImageShack.usNeel Bate (ΗΠΑ)

Η Φλώρα πλήρωσε ολόκληρο και μπήκε στο φουαγιέ. Οι ερωτικοί αναστεναγμοί από την αίθουσα προβολής μαρτυρούσαν πως δεν ήταν διάλειμμα. Κι όμως δεκάδες άντρες συνωστίζονταν στον προθάλαμο της τουαλέτας και το καπνιστήριο. Σαν μόνη γυναίκα συγκέντρωσε τα βλέμματα όλων επάνω της. Ένιωσε άσχημα και βιάστηκε να χωθεί στην αίθουσα. Δεν είχε ταξιθέτρια. Η Φλώρα προχώρησε στα τυφλά, μεγαλώνοντας έτσι την ανασφάλειά της. Μέχρι να συνηθίσει το μάτι στο σκοτάδι αναγκάστηκε να σταθεί όρθια στον πίσω τοίχο της αίθουσας. Στην οθόνη ένας φαλλός σε γκροπλάν μπαινόβγαινε σε δυο χοντρά νέγρικα στήθη. Ένα αντρικό μπούτι που πλεύρισε το δικό της ανάγκασε τη Φλώρα να ξαναγυρίσει στην πραγματικότητα. Τραβήχτηκε ενοχλημένη και προχώρησε στο διάδρομο. Κάθησε σε μια πολυθρόνα και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στην οθόνη. Αυτό που της σερβίρανε δεν ήταν πραγματικότητα, μα ούτε κι άγγιζε το όνειρο. Ήταν χυδαίο, με την έννοια του μονότονου και του φτηνού. Σηκώθηκε και τράβηξε για την τουαλέτα.
Καθισμένη στη λεκάνη, προστατευμένη από τα πέντε κυβικά αρωματισμένου σκοταδιού, η Φλώρα άρχισε να συνέρχεται. Έβγαλε να καπνίσει, μα κάτι ψίθυροι στο διπλανό κουβούκλιο τράβηξαν την προσοχή της. Τέντωσε τα’ αυτί, αλλά δεν άκουσε τίποτα. Ακολούθησε ένα μικρό βογγητό και στη συνέχεια λαχανιασμένες ανάσες. «Κάνουν έρωτα», χαμογέλασε η Φλώρα και τα μάτια της έλαμψαν. Ένιωθε κάτι σαν πόθο στην κοιλιά: το άγνωστο ζευγάρι της χάριζε ό,τι δεν είχε καταφέρει η πλαστή πραγματικότητα της οθόνης. Κρατούσε και την ανάσα της ακόμα. Από διακριτικότητα; Από φόβο μη σταματήσουν; Δεν ήξερε να πει. Καθόταν στη λεκάνη και περίμενε να τελειώσουν. Σηκώθηκε αφού άκουσε την πόρτα του προθαλάμου να κλείνει. Ξεκλείδωσε και μ’ έκπληξη διαπίστωσε πως είχε βιαστεί. Στον προθάλαμο κάποιος νεαρός έβαφε τα χείλη του. Η Φλώρα ταράχτηκε: το πρόσωπο του αγνώστου στον καθρέφτη της ήταν πολύ οικείο: «Θεέ μου, πόσο έμοιαζε στον δόκτορα Κασσανδρινό!»
«Καινούργια;» ρώτησε ο Υάκινθος χωρίς να σταματήσει το βάψιμο, «δεν σ’ έχω ξαναδεί ποτέ».
«Εγώ σ’ έχω δει», είπε η Φλώρα, χαμογελώντας μυστήρια. «Μετά πολλά, πολλά χρόνια» Υπονοούσε βέβαια τον δόκτορα Κασσανδρινό: τον είχε γνωρίσει ώριμο άντρα, μα σίγουρα έφηβος θα ήταν το ίδιο θεϊκός με τον άγνωστο στον καθρέφτη.
Ο Υάκινθος δεν κατάλαβε, μα ούτε ζήτησε να μάθει. «Με λένε Υάκινθο», είπε. «Εσένα;» Ο πόθος στο βλέμμα της Φλώρας τον έκανε να ελέγξει τον καβάλο του στενού παντελονιού της. «Εγχειρισμένη;» ρώτησε

Ιάκωβος Κοπερτί: Σενάριο για εφιάλτη (Οδυσσέας)