Τετάρτη, Οκτωβρίου 22, 2008

No 558

Image Hosted by ImageShack.usCarl Budtz Möller (Δανία)

Ο Λη παράγγειλε δυο ποτήρια κόκκινο κρασί.»Λοιπόν, ο Ντουμέ σου μίλησε για, ε, τις τάσεις μου;»είπε απότομα.
«Ναι», είπε ο Άλερτον με γεμάτο στόμα.
«Μια κατάρα. Υπάρχει στην οικογένεια μας για ολόκληρες γενιές. Οι Λη έχουν πάντα υπάρξει διεστραμμένοι. Δε θα ξεχάσω ποτέ την ανείπωτη φρίκη που πάγωσε τη λύμφη στους αδένες μου – δηλαδή τους λυμφατικούς αδένες, φυσικά – όταν η οδυνηρή λέξη σημάδεψε σαν καυτό σίδερο το ζαλισμένο μου μυαλό: ήμουν ομοφυλόφιλος. Σκεφτόμουν τους μπογιατισμένους τραβεστί με τα ηλίθια χαμόγελα που είχα δει σ’ ένα καμπαρέ της Βαλτιμόρης. Ήταν δυνατόν να ‘μαι ένας απ’ αυτούς τους υπάνθρωπους; Περπατούσα στους δρόμους μέσα σε μια ζάλη, σαν κάποιος που έχει πάθει μια ελαφριά διάσειση – ένα λεπτό, Ντόκτορ Κίλντερ, αυτό δεν είναι το σενάριο για σένα. Θα μπορούσα να ‘χω καταστρέψει τον εαυτό μου, βάζοντας τέρμα σε μια ύπαρξη που έμοιαζε να μην προσφέρει τίποτ’ άλλο από γκροτέσκα αθλιότητα και ταπείνωση. Πιο αξιοπρεπές, σκεφτόμουν, είναι να πεθάνω σαν άνθρωπος παρά να συνεχίσω να ζω σαν τέρας του σεξ. Μια σοφή γριά «Βασίλισσα» - Μπόμπο τη λέγαμε – ήταν αυτή που μου έμαθε ότι είχα καθήκον να ζήσω και να σηκώσω το φορτίο μου υπερήφανα για να το βλέπουν όλοι’ να κατακτήσω την προκατάληψη και την άγνοια και το μίσος με γνώση και ειλικρίνεια και αγάπη. Όποτε απειλείσαι από μια εχθρική παρουσία να εκπέμπεις ένα πυκνό σύννεφο αγάπης όπως ένα χταπόδι χύνει μελάνι…»

William S. Burroughs: Αδερφή (Πλέθρον)

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ο Burroughs γεννήθηκε στο Σαιν Λιούις το 1914 και αποφοίτησε από το Χάρβαντ το 1936, διπλωματούχος της Αγγλικής λογοτεχνίας. Αρχίζει να γράφει από νωρίς, τα γραπτά του όμως δεν βγαίνουν στη δημοσιότητα. Σε ηλικία τριάντα ετών κολλάει στη «Μεγάλη Αρρώστια» επί δεκαπέντε χρόνια. Τελικά βρίσκεται στην Ταγγέρη σ' ένα πανάθλιο δωμάτιο. «Είχα ένα χρόνο να πλυθώ ή να αλλάξω ρούχα ή να τα βγάλω, το μόνο που έκανα ήταν να χώνω τη βελόνα στο γκρίζο, ινώδες δέρμα που χαρακτηρίζει το τελευταίο στάδιο του εθισμού. Ποτέ δεν καθάριζα το δωμάτιο. Τα κουτιά από τις αμπούλες και τα σκουπίδια ήταν μαζεμένα σε σωρούς στο δωμάτιο. Το φως και το νερό ήταν κομμένα γιατί δεν τα είχα πληρώσει. Δεν έκανα απολύτως τίποτα. Κοίταζα την άκρη του ποδιού μου επί οκτώ ώρες. Μόνο όταν τέλειωνε η επίδραση της πρέζας άρχιζα να κινούμαι. Αν ερχόταν κανείς - πράγμα σπάνιο καθόμουν εκεί χωρίς να με ενδιαφέρει που είχε μπει στο οπτικό μου πεδίο - ένας γκρίζος χώρος που ξεθώριαζε όλο και περισσότερο - ούτε αν θα έμενε ή θα έφευγε. Αν πέθαινε εκείνη τη στιγμή, θα συνέχιζα να κοιτάζω το πόδι μου, και μετά θα έψαχνα τις τσέπες του...» Κάποια στιγμή ανακαλύπτει πως τα λεφτά του τελειώνουν. Φεύγει και' ευθείαν για το Λονδίνο, όπου θεραπεύεται από τον εθισμό με απομορφίνη. Η απομορφίνη είναι ένα παράγωγο της μορφίνης από την επεξεργασία της με θειικό οξύ, που δεν είναι καθόλου εθιστικό. Ως τώρα το χρησιμοποιούσαν σαν εμετικό. Δρα στον οπίσθιο λοβό του εγκεφάλου, ρυθμίζει το μεταβολισμό και επαναφέρει την κυκλοφορία του αίματος στο φυσιολογικό επίπεδο καταστρέφοντας το ενζυματικό σύστημα του εθισμού σε τέσσερις - πέντε μέρες. Αμέσως μετά η θεραπεία διακόπτεται και επαναλαμβάνεται μόνο σε περίπτωση υποτροπής.

Στο μεταξύ, το 1953 κυκλοφορεί το Junky, με τη μεσολάβηση του Ασν Γκίνσμπεργκ, με το ψευδώνυμο Ουίλιαμ Λη. Αυτό και το Queer (που δεν εκδόθηκε ποτέ) αναφέρονται με σχετικά συμβατικό στυλ στα δυο θέματα που κυριαρχούν σ' όλο το έργο του Burroughs τον εθισμό και την ομοφυλοφιλία. Από εκείνη την εποχή τα κείμενά του που κυκλοφορούν δι' αλληλογραφίας ασκούν τεράστια επιρροή στους μπητ συγγραφείς της δεκαετίας του πενήντα, κυρίως στον Αλεν Γκίνσμπεργκ και τον Τζακ Κέρουακ και του εξασφαλίζουν μια αντεργκράουντ φήμη και αναγνώριση. «Ξυπνώντας από την Αρρώστια», βρέθηκε μ' ένα σωρό λεπτομερείς σημειώσεις, χωρίς να θυμάται ακριβώς πώς και πότε τις έγραψε. Είναι το άμορφο υλικό από το οποίο σχηματίζεται το Naked Lunch, το γνωστότερο βιβλίο του, που μεταλλάσσεται με τα χρόνια σ' ολόκληρο το έργο του. Πρωτοκυκλοφορεί στο Παρίσι το 1959 και στις ΗΠΑ το 1962. Το 1966 δικάζεται με το νόμο περί ασέμνων και αθωώνεται. Στην υπεράσπιση, μεταξύ άλλων και ο Γκίνσμπεργκ και ο Νόρμαν Μέηλερ.

Το Naked Lunch είναι μια εφιαλτική σάτιρα με πολλά στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, τις δυστοπίες της «Freeland» και της «Interzοne», υπερβολικές βιολογικές υποθέσεις κλπ. Είναι όμως και πολύ περισσότερα απ' αυτό. Το σημαντικότερο είναι το στυλ του, που είναι κυριολεκτικά σύγχρονο και αναπόσπαστα δεμένο με το θέμα. Η διήγηση καταργείται με τη συνηθισμένη της γραμμική μορφή. Όλα τα στοιχεία του δράματος βρίσκονται συμπυκνωμένα σε κάθε παράγραφο και συγχρόνως απλωμένα σ' όλο το βιβλίο. Για να το πετύχει αυτό ο Burroughs χρησιμοποιεί την τεχνική των cut-ups, δηλαδή το κόψιμο, ανακάτεμα και συρραφή κομματιών ενός ή περισσοτέρων κειμένων ή μεμονωμένων φράσεων. Αυτή η τεχνική έχει μια ντανταϊστική βάση (Ο Τριστάν Τζαρά είπε: «Η ποίηση είναι για τον καθέναν». Και ο Αντρέ Μπρετόν τον είπε μπάτσο και τον έδιωξε από το κίνημα). Το αποτέλεσμα όμως είναι μια σειρά από κωδικοποιημένα μηνύματα που μεταδίδονται στο υποκείμενο τον αναγνώστη στην προκειμένη περίπτωση - άμεσα, χωρίς τη μεσολάβηση του συνειδητού, και επιδρούν πάνω του δυνατότερα, σχεδόν ψυχαναγκαστικά.

Το cut-υρ έχει πολλές φορές τη δύναμη να γεννά νέες ιδέες από την συνέργια των συνδυασμένων λέξεων. O Burroughs δεν σταματά σ' αυτό. Κάνει κάποιου είδους cut-υρ στις ιδέες, δανείζεται ιδέες από κάθε μορφή λαϊκής κουλτούρας - ταινίες, κόμικς, γουέστερν, επιστημονική φαντασία, γκάγκστερς, εφημερίδες - και από τις νεότερες επιστημονικές ανακαλύψεις και τις τεχνολογικές εφαρμογές, τις συνδυάζει με τον πιο απίθανο τρόπο και το αποτέλεσμα είναι μια εντελώς νέα και πρωτότυπη ιδέα, ή, για τους πιο συντηρητικούς, μια φοβερά δυνατή μεταφορά πάνω στα παιχνίδια ελέγχου - της εξουσίας, των μέσων μαζικής ενημέρωσης, των παρα-θρησκευτικών οργανώσεων κλπ. -, τον ολοκληρωτισμό, τον καπιταλισμό των πολυεθνικών, την ιατρική ψυχιατρική τυραννία, τον πόλεμο, τον εθισμό, ή ό,τι άλλο.

Το Naked Lunch το ακολούθησαν τα The Soft Machine (1961), The Ticket That that Exploded (1962), Nova Express (1964), The Wild Boys (1971), Exterminator! (1973). Πολλοί χαρακτήρες, καταστάσεις και ιδέες μετακινούνται ελεύθερα από το ένα βιβλίο στο άλλο, σαν σε ένα Δαντικό ταξίδι στην κόλαση, συνουσιάζονται μεταξύ τους με μιαν υπεράνθρωπη σεξουαλικότητα, απαγχονίζονται εκσπερματώνοντας α λα Σαντ, η σάρκα τους καταβροχθίζεται από ζώα, έντομα ή καννιβάλους, μεταλλάσσεται από αποτροπιαστικές ασθένειες, η πρέζα και οι άλλες εξωτικές και μη ουσίες συνδυάζονται με σοδομισμούς και νεκροφιλίες, ο συγχωνευμένος έρωτας - θάνατος, δημιουργούν «μια νέα μυθολογία για την διαστημική εποχή».

Αυτή η μυθολογία, και περισσότερο αυτό το στυλ που την εκφράζει και την αντιπροσωπεύει δεν ήταν δυνατόν να περάσουν απαρατήρητα από τους υπόλοιπους διαμορφωτές σύγχρονων μυθολογιών και λογοτεχνικών στυλ της εποχής μας, τους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας. Πράγματι, ο Burroughs, μαζί με τον Ναμπόκωφ, τον Dali και άλλους σουρρεαλιστές ζωγράφους και λογοτέχνες ήταν από τις μεγαλύτερες επιρροές που δημιούργησαν το λεγόμενο «νέο κύμα» στην επιστημονική φαντασία, όπως πρωτοεμφανίστηκε στην Αγγλία τη δεκαετία του εξήντα, κυρίως από το περιοδικό New Worlds που διηύθυνε τότε ο Michael Moorcock. Ο Moorcock, ο Brian Αldiss, ο J.G.Ballard, ο Barrington Bayley, ο Langdon Jones από την Αγγλία και ο Norman Spinrad, ο Thomas Dish, ο John Sladek από την Αμερική κ.ά. ακολούθησαν, o καθένας με τον τρόπο του, αυτή τη νέα άποψη για τη μορφή στη λογοτεχνία.

Μ' έναν παρόμοιο τρόπο γύρω στο '76-'77 μέσα από το τέλμα της ροκ σκηνής αναδύθηκε ένα παρόμοιο «νέο κύμα» στο μουσικό χώρο, ανάλογα επηρεασμένο από τις καινοτομίες του Burroughs αλλά και τον ίδιο προσωπικά, καθώς από το 1966 που δάνεισε τον τίτλο του τρίτου του βιβλίου στο συγκρότημα Soft Machine ο Burroughs εμφανίζεται συχνότατα με ροκ συγκροτήματα, από τους Gong μέχρι πρόσφατα με την Laurie Anderson και Throbbing Gristle και πολλούς άλλους.

Φέρνοντας τα πάνω - κάτω στο πέρασμά του, ο Burroughs συνεχίζει την αλλόκοτη πορεία του, αφήνοντας πίσω του ένα σωρό γραπτά που έχει γράψει μόνος του, σε συνεργασία με άλλους ή που έχουν παραχθεί με τη μέθοδο του cut-υρ από τα γραπτά ή τα λόγια άλλων, μερικούς δίσκους με τραγούδια - απαγγελίες, απαγγελίες, ή πειραματικές εφαρμογές αλλόκοτων θεωριών. Τα βιβλία του, τα φυλλάδια που έχουν εκδώσει διάφοροι αντεργκράουντ εκδότες και τα άπειρα γράμματά του είναι τόσα πολλά που κάνουν ανέφικτη κάθε προσπάθεια για μια ολοκληρωμένη βιβλιογραφία του. Το μεγαλύτερο μέρος των βιβλίων του έχουν εκδοθεί στην Αμερική από τις εκδόσεις City Lights. Το πιο σημαντικό από τα τελευταία του βιβλία είναι το Cities of the Red Night (1981), από τα πιο γραμμικά τον μυθιστορήματα, ένα πυρετώδες όνειρο όπου το παράξενο είναι το φυσιολογικό, και οι εθισμένοι ήρωες ταξιδεύουν στα περιβάλλοντα του χώρου και του χρόνου με το στυλ του τσαντλερικού ντετέκτιβ ή μέσα από μαγικές επικλήσεις στους Σκοτεινούς Αγγέλους που έχουν βγει κατ' ευθείαν από το Νεκρονομικόν του παράφρονα Αραβα Αβδούλ αλ-Χαζρέδ. Τελευταία έχει στηθεί μια βιομηχανία γύρω από το όνομα του Burroughs. Εδώ και χρόνια συζητιέται το γύρισμα του Naked Lunch σε ταινία, η εκδοτική εταιρεία Picador κυκλοφόρησε το Α William Burroughs Readerμε σχολιασμένα αποσπάσματα από το έργο του, ο τίτλος του βιβλίου του Blade Runner πουλήθηκε για την ταινία του Ridley Scott, ο ίδιος περιοδεύει και δίνει διαλέξεις διαφημίζοντας τα βιβλία του... Πριν λίγα χρόνια είχε ανοίξει ένα γραφείο ταξιδιών που πουλούσε εισιτήρια για τη Σελήνη και τον Αρη (προς 1.285 δολάρια)...

Παρ' όλα αυτά θα ήταν άδικο να συμπεράνουμε πως o Burroughs έχει πέσει στην παγίδα των εμπορικών κυκλωμάτων και κάνει τα πάντα για να αυξήσει το εισόδημά του. Είναι ένας άνθρωπος που έχει φτάσει τα 75, είχε μια ζωή πλούσια σε εμπειρίες, άλλες δυσάρεστες και άλλες ευχάριστες, άλλες ενδιαφέρουσες και άλλες εξωτικές, συνέβαλε όσο κανείς άλλος στη δημιουργία ενός λογοτεχνικού κινήματος, διατύπωσε πρωτότυπες θεωρίες που ίσως αποδειχθούν επαναστατικές, και συνεχίζει ακάθεκτος το δρόμο του, στα χνάρια του αποφθέγματος του Χασάν ιμπν Σαμπάχ, του ιδρυτή του Τάγματος των Δολοφόνων, που τόσο του αρέσει να επαναλαμβάνει: «Τίποτε δεν είναι αληθινό. Ολα είναι επιτρεπτά».

(altfactor.ath.cx/)

Ανώνυμος είπε...

Από το altfactor.ath.cx:



Burroughs William Seward (1914 - 1997)

[….]

Περιπλανήθηκε και έζησε στο Μεξικό, τη Βόρεια Αφρική και τη Μεγάλη Βρετανία. Αρχισε να γράφει από νωρίς, έγινε γνωστός όμως με τα Junky (1953 - το 1977 κυκλοφόρησε αναθεωρημένο με τίτλο Junkie) και Queer. Η θεματολογία του (ναρκωτικά, ομοφυλοφιλία, αντίληψη, συνείδηση, κατάχρηση εξουσίας) σε συνδυασμό με το στυλ του δημιουργούν ένα δυναμικό μείγμα που επηρέασε μέρος της ΕΦ (και όχι μόνο αυτής). Ο Philip Jose Farmer έγραψε το διήγημα "The Jungle Rot Kid on the Nod" (1968) με ήρωα τον Ταρζάν του Edgar Rice Burroughs όπως θα τον απέδιδε ο William Burrouhgs, ενώ το βρετανικό περιοδικό Interzone πήρε το όνομά του από το ομώνυμο διήγημα του Burroughs. Το Γυμνό Γεύμα (1959) μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον David Cronenberg.



* *

[σημ. σχ.: το παρακάτω βιογραφικό συντάχθηκε όντας ο Μπάρροουζ εν ζωή, γι αυτό και οι αναφορές των δύο τελευταίων παραγράφων που αναφέρονται σε δραστηριότητές του, γίνονται σε χρόνο ενεστώτα]





Ο Burroughs γεννήθηκε στο Σαιν Λιούις το 1914 και αποφοίτησε από το Χάρβαντ το 1936, διπλωματούχος της Αγγλικής λογοτεχνίας. Αρχίζει να γράφει από νωρίς, τα γραπτά του όμως δεν βγαίνουν στη δημοσιότητα. Σε ηλικία τριάντα ετών κολλάει στη «Μεγάλη Αρρώστια» επί δεκαπέντε χρόνια. Τελικά βρίσκεται στην Ταγγέρη σ' ένα πανάθλιο δωμάτιο. «Είχα ένα χρόνο να πλυθώ ή να αλλάξω ρούχα ή να τα βγάλω, το μόνο που έκανα ήταν να χώνω τη βελόνα στο γκρίζο, ινώδες δέρμα που χαρακτηρίζει το τελευταίο στάδιο του εθισμού. Ποτέ δεν καθάριζα το δωμάτιο. Τα κουτιά από τις αμπούλες και τα σκουπίδια ήταν μαζεμένα σε σωρούς στο δωμάτιο. Το φως και το νερό ήταν κομμένα γιατί δεν τα είχα πληρώσει. Δεν έκανα απολύτως τίποτα. Κοίταζα την άκρη του ποδιού μου επί οκτώ ώρες. Μόνο όταν τέλειωνε η επίδραση της πρέζας άρχιζα να κινούμαι. Αν ερχόταν κανείς - πράγμα σπάνιο καθόμουν εκεί χωρίς να με ενδιαφέρει που είχε μπει στο οπτικό μου πεδίο - ένας γκρίζος χώρος που ξεθώριαζε όλο και περισσότερο - ούτε αν θα έμενε ή θα έφευγε. Αν πέθαινε εκείνη τη στιγμή, θα συνέχιζα να κοιτάζω το πόδι μου, και μετά θα έψαχνα τις τσέπες του...» Κάποια στιγμή ανακαλύπτει πως τα λεφτά του τελειώνουν. Φεύγει και' ευθείαν για το Λονδίνο, όπου θεραπεύεται από τον εθισμό με απομορφίνη. […]



Στο μεταξύ, το 1953 κυκλοφορεί το Junky, με τη μεσολάβηση του Ασν Γκίνσμπεργκ, με το ψευδώνυμο Ουίλιαμ Λη. Αυτό και το Queer αναφέρονται με σχετικά συμβατικό στυλ στα δυο θέματα που κυριαρχούν σ' όλο το έργο του Burroughs τον εθισμό και την ομοφυλοφιλία. Από εκείνη την εποχή τα κείμενά του που κυκλοφορούν δι' αλληλογραφίας ασκούν τεράστια επιρροή στους μπητ συγγραφείς της δεκαετίας του πενήντα, κυρίως στον Αλεν Γκίνσμπεργκ και τον Τζακ Κέρουακ και του εξασφαλίζουν μια αντεργκράουντ φήμη και αναγνώριση. «Ξυπνώντας από την Αρρώστια», βρέθηκε μ' ένα σωρό λεπτομερείς σημειώσεις, χωρίς να θυμάται ακριβώς πώς και πότε τις έγραψε. Είναι το άμορφο υλικό από το οποίο σχηματίζεται το Naked Lunch, το γνωστότερο βιβλίο του, που μεταλλάσσεται με τα χρόνια σ' ολόκληρο το έργο του. Πρωτοκυκλοφορεί στο Παρίσι το 1959 και στις ΗΠΑ το 1962. Το 1966 δικάζεται με το νόμο περί ασέμνων και αθωώνεται. Στην υπεράσπιση, μεταξύ άλλων και ο Γκίνσμπεργκ και ο Νόρμαν Μέηλερ.

[….]

Το Naked Lunch το ακολούθησαν τα The Soft Machine (1961), The Ticket That that Exploded (1962), Nova Express (1964), The Wild Boys (1971), Exterminator! (1973). Πολλοί χαρακτήρες, καταστάσεις και ιδέες μετακινούνται ελεύθερα από το ένα βιβλίο στο άλλο, σαν σε ένα Δαντικό ταξίδι στην κόλαση, συνουσιάζονται μεταξύ τους με μιαν υπεράνθρωπη σεξουαλικότητα, απαγχονίζονται εκσπερματώνοντας α λα Σαντ, η σάρκα τους καταβροχθίζεται από ζώα, έντομα ή καννιβάλους, μεταλλάσσεται από αποτροπιαστικές ασθένειες, η πρέζα και οι άλλες εξωτικές και μη ουσίες συνδυάζονται με σοδομισμούς και νεκροφιλίες, ο συγχωνευμένος έρωτας - θάνατος, δημιουργούν «μια νέα μυθολογία για την διαστημική εποχή».



Αυτή η μυθολογία, και περισσότερο αυτό το στυλ που την εκφράζει και την αντιπροσωπεύει δεν ήταν δυνατόν να περάσουν απαρατήρητα από τους υπόλοιπους διαμορφωτές σύγχρονων μυθολογιών και λογοτεχνικών στυλ της εποχής μας, τους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας. Πράγματι, ο Burroughs, μαζί με τον Ναμπόκωφ, τον Dali και άλλους σουρρεαλιστές ζωγράφους και λογοτέχνες ήταν από τις μεγαλύτερες επιρροές που δημιούργησαν το λεγόμενο «νέο κύμα» στην επιστημονική φαντασία, όπως πρωτοεμφανίστηκε στην Αγγλία τη δεκαετία του εξήντα, κυρίως από το περιοδικό New Worlds που διηύθυνε τότε ο Michael Moorcock. Ο Moorcock, ο Brian Αldiss, ο J.G.Ballard, ο Barrington Bayley, ο Langdon Jones από την Αγγλία και ο Norman Spinrad, ο Thomas Dish, ο John Sladek από την Αμερική κ.ά. ακολούθησαν, o καθένας με τον τρόπο του, αυτή τη νέα άποψη για τη μορφή στη λογοτεχνία.



Μ' έναν παρόμοιο τρόπο γύρω στο '76-'77 μέσα από το τέλμα της ροκ σκηνής αναδύθηκε ένα παρόμοιο «νέο κύμα» στο μουσικό χώρο, ανάλογα επηρεασμένο από τις καινοτομίες του Burroughs αλλά και τον ίδιο προσωπικά, καθώς από το 1966 που δάνεισε τον τίτλο του τρίτου του βιβλίου στο συγκρότημα Soft Machine ο Burroughs εμφανίζεται συχνότατα με ροκ συγκροτήματα, από τους Gong μέχρι πρόσφατα με την Laurie Anderson και Throbbing Gristle και πολλούς άλλους.



Φέρνοντας τα πάνω - κάτω στο πέρασμά του, ο Burroughs συνεχίζει την αλλόκοτη πορεία του, αφήνοντας πίσω του ένα σωρό γραπτά που έχει γράψει μόνος του, σε συνεργασία με άλλους ή που έχουν παραχθεί με τη μέθοδο του cut-υρ από τα γραπτά ή τα λόγια άλλων, μερικούς δίσκους με τραγούδια - απαγγελίες, απαγγελίες, ή πειραματικές εφαρμογές αλλόκοτων θεωριών. Τα βιβλία του, τα φυλλάδια που έχουν εκδώσει διάφοροι αντεργκράουντ εκδότες και τα άπειρα γράμματά του είναι τόσα πολλά που κάνουν ανέφικτη κάθε προσπάθεια για μια ολοκληρωμένη βιβλιογραφία του. Το μεγαλύτερο μέρος των βιβλίων του έχουν εκδοθεί στην Αμερική από τις εκδόσεις City Lights. Το πιο σημαντικό από τα τελευταία του βιβλία είναι το Cities of the Red Night (1981), από τα πιο γραμμικά τον μυθιστορήματα, ένα πυρετώδες όνειρο όπου το παράξενο είναι το φυσιολογικό, και οι εθισμένοι ήρωες ταξιδεύουν στα περιβάλλοντα του χώρου και του χρόνου με το στυλ του τσαντλερικού ντετέκτιβ ή μέσα από μαγικές επικλήσεις στους Σκοτεινούς Αγγέλους που έχουν βγει κατ' ευθείαν από το Νεκρονομικόν του παράφρονα Αραβα Αβδούλ αλ-Χαζρέδ. Τελευταία έχει στηθεί μια βιομηχανία γύρω από το όνομα του Burroughs. Εδώ και χρόνια συζητιέται το γύρισμα του Naked Lunch σε ταινία, η εκδοτική εταιρεία Picador κυκλοφόρησε το Α William Burroughs Reader με σχολιασμένα αποσπάσματα από το έργο του, ο τίτλος του βιβλίου του Blade Runner πουλήθηκε για την ταινία του Ridley Scott, ο ίδιος περιοδεύει και δίνει διαλέξεις διαφημίζοντας τα βιβλία του... Πριν λίγα χρόνια είχε ανοίξει ένα γραφείο ταξιδιών που πουλούσε εισιτήρια για τη Σελήνη και τον Αρη (προς 1.285 δολάρια)...



Παρ' όλα αυτά θα ήταν άδικο να συμπεράνουμε πως o Burroughs έχει πέσει στην παγίδα των εμπορικών κυκλωμάτων και κάνει τα πάντα για να αυξήσει το εισόδημά του. Είναι ένας άνθρωπος που έχει φτάσει τα 75, είχε μια ζωή πλούσια σε εμπειρίες, άλλες δυσάρεστες και άλλες ευχάριστες, άλλες ενδιαφέρουσες και άλλες εξωτικές, συνέβαλε όσο κανείς άλλος στη δημιουργία ενός λογοτεχνικού κινήματος, διατύπωσε πρωτότυπες θεωρίες που ίσως αποδειχθούν επαναστατικές, και συνεχίζει ακάθεκτος το δρόμο του, στα χνάρια του αποφθέγματος του Χασάν ιμπν Σαμπάχ, του ιδρυτή του Τάγματος των Δολοφόνων, που τόσο του αρέσει να επαναλαμβάνει: «Τίποτε δεν είναι αληθινό. Ολα είναι επιτρεπτά».



Μεταφράσεις: Δημήτρης Αρβανίτης, Ιουλία Ραλλίδη



(Πολύτιμη για αυτό το σημείωμα στάθηκε η εισαγωγή του Γιώργου Γούτα στο βιβλίο του Μπάροουζ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, «Ελεύθερος Τύπος» 1982)

Ανώνυμος είπε...

Από ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 10 Αυγούστου 1997

Γουίλιαμ Μπάροουζ
Το τελευταίο γεύμα

Μια βιβλιοθήκη γεμάτη ιατρικά συγγράμματα, βιβλία του Γκράχαμ Γκριν και του Τζόζεφ Κόνραντ, περιοδικά, φθηνά μυθιστορήματα και επιστημονικά άρθρα, ένα λεξικό των γάτων και μια ιστορία του διαβόλου' αρκετές γάτες να περιφέρονται στο γραφείο και στο σαλόνι' και εκείνο το ασίγαστο πάθος για τα όπλα, κλειδωμένο σε ερμάρια γεμάτα καραμπίνες, κυνηγετικά και πιστόλια, ήταν το τελευταίο σκηνικό της ζωής του Γουίλιαμ Μπάροουζ.

Από τη δεκαετία του '80 η φιγούρα του διάσημου αμερικανού συγγραφέα περιφερόταν ανάμεσα στους τοίχους ενός μικροαστικού σπιτιού στο Λόρενς του Κάνσας, σε μικρή απόσταση από τον μεγάλο κεντρικό δρόμο της πόλης. Απολάμβανε τους αργούς ρυθμούς της ζωής στην εξοχή, έπινε τον πρωινό καφέ του στην μπροστινή βεράντα του κοιτάζοντας με αποστροφή το μικρό άγαλμα βουβαλιού, «δώρο της Εντι Κέρουακ», κοιμόταν νωρίς τα βράδια και γέμιζε τις ώρες του με σκοποβολή στο υπόγειο σκοπευτήριο του σπιτιού του ή στα περισσότερο ευρύχωρα σκοπευτήρια της περιοχής. Η κοψιά του θύμιζε συχνά αυτήν του επαρχιώτη ψαρά με τα χακί πουκάμισα και τις μπότες μέσα από τα παντελόνια ­ ο ίδιος εξάλλου δεν έκρυβε την αγάπη του για το ψάρεμα, τα μάτια του, όμως, διαπεραστικά και αεικίνητα, πρόδιδαν πάντα τη ζωή του' μια ζωή βιωμένη στο έπακρο, που δεν έμεινε ποτέ στο περιθώριο, ακόμη και όταν η ανάλαφρη φιγούρα έγινε σκυφτή από το βάρος των χρόνων που πέρασαν.

Τριάντα οκτώ χρόνια πριν ο Γουίλιαμ Μπάροουζ, η προσωποποίηση της γενιάς του μπιτ, κλόνιζε τα θεμέλια του αμερικανικού ονείρου γράφοντας το «Γυμνό γεύμα», το βιβλίο - σκάνδαλο που έμελλε να αποτελέσει, μαζί με το «Ουρλιαχτό» του Αλεν Γκίνσμπεργκ και το «Στον δρόμο» του Τζακ Κέρουακ, το σύμβολο της παγκόσμιας επανάστασης της αντικουλτούρας στα τέλη της δεκαετίας του '60' μιας επανάστασης που γρήγορα έκανε τον γύρο του κόσμου γοητεύοντας με το μαύρο χιούμορ της, τις φουτουριστικές προφητείες της και την αναρχική στάση της ενάντια στο κατεστημένο αναγνώστες απλούς αλλά και νέους συγγραφείς μαζί με παρέες new wave μουσικών.

Εγγονός και συνονόματος του εφευρέτη της αριθμομηχανής, ο Γουίλιαμ Μπάροουζ γεννήθηκε το 1914 στο Σεν Λούις του Μισούρι από οικογένεια μεγαλοαστική που του έδωσε τη δυνατότητα να σπουδάσει λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Το «λαμπρό μέλλον» του το εγκατέλειψε λίγο αργότερα για να ξεκινήσει την αυτοκαταστροφική του πορεία στον κόσμο των ναρκωτικών, του αλκοόλ και των καταχρήσεων. Δεδηλωμένος ομοφυλόφιλος, έζησε μια μποέμικη ζωή ταξιδεύοντας σε κέντρα αστικά, όπως το Παρίσι, η Ταγγέρη, το Λονδίνο, το Τέξας, η Νέα Ορλεάνη. Οι περιπλανήσεις του σημαδεύθηκαν από δύο τραγικά γεγονότα: την κατά λάθος δολοφονία της γυναίκας του Τζόαν Βόλμερ το 1951 σε μια ατυχή αναπαράσταση των... κατορθωμάτων του Γουλιέλμου Τέλλου και τον θάνατο του μοναδικού γιου του το 1981, μετά από εγχείρηση μεταμόσχευσης ήπατος.

Τον νομαδικό βίο εγκατέλειψε το 1974 μετά από παρότρυνση των ποιητών Αλεν Γκίνσμπεργκ και Τζον Τζιόρνο. Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη ανακάλυψε ότι υπήρχε ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για την πρόσφατη συγγραφική του δουλειά. Η εγκατάστασή του στην Αμερική συνοδεύτηκε από την κυκλοφορία αρκετών ηχογραφήσεων με αναγνώσεις του, συλλογών από τα πρώτα γραπτά του, εκδόσεων νέων μυθιστορημάτων και σεναρίων, αλλά και έναν τίτλο αντίθετο προς αυτόν του γνήσιου επαναστάτη που κουβαλούσε σε όλη του τη ζωή: εξελέγη μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας και του Ινστιτούτου Τεχνών και Γραμμάτων.

Στις 2 Αυγούστου η καρδιά του τελευταίου επιζώντος της γενιάς των μπίτνικ, που γνωρίσαμε στην Ελλάδα μέσα από τα βιβλία του αλλά και την κινηματογραφική μεταφορά του «Γυμνού γεύματος» από τον Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, σταμάτησε να χτυπά.


(από άρθρο με υπότιτλο: Πλήρης ημερών άφησε την τελευταία του πνοή το περασμένο Σάββατο στο Κάνσας ο εκπρόσωπος της γενιάς των μπίτνικ)