Τετάρτη, Μαΐου 21, 2008

No 530

Image Hosted by ImageShack.usEugéne Fredrik Jansson (Σουηδία)

ΜΕΡΗ
Στα αποδυτήρια του γυμναστηρίου, πίσω από το μπάνιο,
Ανάμεσα στους ατμούς του ζεστού νερού και τη μυρωδιά
Των καθαρών σωμάτων των γυμνών νεαρών,
Απολαμβάνει την ωφέλιμη κούραση των μελών
Στεγνώνοντας τα πόδια αργά, μεθοδικά,
Κουρασμένος από τα ουρητήρια και τους δημόσιους κήπους.
.
José António Almeida / Πορτογαλία
Ανθολογία Πορτογαλικής Ποίησης (Ροές)
Μετάφραση: Γιάννης Σουλιώτης

2 σχόλια:

Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. είπε...

Πορτογάλους ομοερωτικούς ποιητές που γνωρίσαμε πριν τρία χρόνια μέσα από την Ανθολογία Ομο-ερωτικών ποιημάτων «Η έλξη των Ομωνύμων», [βλ. αναρτήσεις: Νο 1, Νο 52, Νο 70, No 118, Νο 142, No 566], συναντάμε - ανάμεσα σε πολλούς άλλους - και στην «Ανθολογία πορτογαλικής ποίησης», της σειράς «Ποιητές του κόσμου» που εκδίδουν οι Ροές, και μας παρουσιάζει στην παρούσα καταχώρηση ο ReyCorazón. Διαβάζουμε ποίηση του Al Berto (1948-1997), που υπήρξε ένας από τους σημαντικούς ποιητές του τέλους του προηγούμενου αιώνα για τη χώρα του, του «ορφικού» Αntonio Botto (1897-1959), του τιμημένου με τα μείζονα πορτογαλικά λογοτεχνικά βραβεία Eugenio de Andrade (1923-1995), της μοντερνίστριας Judith Teixeira (1880-1959).
~~~~~~~~~~~~

Aπό το aboutbooks.gr:

Μια ανθολογία κάνει αυτό που επιτάσσει το όνομά της: συλλέγει άνθη όλων των ειδών, πολύχρωμα, μικρά ή μεγάλα, ταπεινά ή φανταχτερά, και δημιουργεί μια τερπνή ανθοδέσμη. Είναι αποτέλεσμα κόπου, έρευνας, μελέτης και, κυρίως, αγάπης - και η αγάπη είναι πάντα θέμα υποκειμενικών επιλογών.

Έτσι, η "Ανθολογία Πορτογαλικής Ποίησης" του Γιάννη Σουλιώτη δεν περιλαμβάνει μόνο μερικά από τα πιο σημαντικά ποιήματα του πολύ αγαπητού στην Ελλάδα Fernando Pessoa και άλλων, σχεδόν εξίσου σπουδαίων της πορτογαλικής λογοτεχνίας, αλλά επίσης παρουσιάζει και Πορτογάλους ποιητές λιγότερο γνωστούς ή ακόμη και σχεδόν άγνωστους. Οι τελευταίοι δεν είναι οπωσδήποτε ήσσονες, απλώς δεν ευνοήθηκαν και πολύ από την εποχή τους.

Το καθαρά πορτογαλικό συναίσθημα της saudale, του καημού, της θλίψης και της απελπισίας, είναι η πηγή που έκανε να αναβλύσει στον κόσμο περισσότερη ποίηση από οποιαδήποτε άλλη πηγή έμπνευσης. Έτσι είναι οι Πορτογάλοι, ανάμεσα στην απελπισία και την αντιμετώπιση της πραγματικότητας, ανάμεσα στο φόβο και το πείσμα να προχωρήσουν σε άγνωστες κατευθύνσεις.

Τα ποιήματα τούτης της Ανθολογίας κινούνται κυρίως γύρω απ' αυτό τον άξονα: προσεγγίζουν τις αμφιβολίες του ατόμου που διερωτάται σχετικά με την απρόσωπη συλλογική ζωή, τον πόνο, την αιωνιότητα του παρόντος και τη νοσταλγία.
Ελπίζω ότι ο αναγνώστης θα εκτιμήσει αυτή την προσπάθεια και πως, προσεγγίζοντας ένα ευρύ φάσμα της πορτογαλικής ποίησης, θα αισθανθεί, θα συγκινηθεί, θα σκεφτεί και θα απολαύσει.
~~~~~~~~~~~~

Το σύντομο βιογραφικό είναι από το http://www.koutouzis.gr:

Ο Γιάννης Σουλιώτης γεννήθηκε στον Πόρο. Είναι Δρ. Πολιτικών Επιστημών, Πανεπιστημίων Γαλλίας, πρώην Βοηθός Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου –Πανεπιστήμιο Νίκαιας, Γαλλία, και πρώην Πρεσβευτής-Σύμβουλος. Γνωρίζει αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά, έχει δημοσιεύσει άρθρα και μελέτες σε ελληνικά και γαλλικά επιστημονικά περιοδικά για Διεθνείς Οργανισμούς, Δίκαιο Θάλασσας, Ανθρώπινα Δικαιώματα, κ.ά., και έχει μεταφράσει στην ελληνική: αγγλική, γαλλική, ιταλική, πορτογαλική και ισπανική ποίηση, πεζά και θεατρικά έργα.
~~~~~~~~~~~~

Άλλη καταχώρηση για τον Γιάννη Σουλιώτη:

Νο 415: Φερνάντο Πεσσόα, Ποιήματα

Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. είπε...

Ένα ποίημα από τα “Μικρά γλυπτά”, του Aντόνιο Μπόττο, που για πρώτη φορά είχε μεταφράσει, και παρουσιάσει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, ο ανθολόγος Ρήγας Κούπα στην «Έλξη των Ομωνύμων», το 2005, επιλέγει ο ποιητής, (και συνάδελφος εν τη διπλωματία του ανθολόγου/μεταφραστή Γιάννη Σουλιώτη), Γιώργος Βέης για να παρουσιάσει την Ανθολογία Πορτογαλικής Ποίησης από τις στήλες της «Βιβλιοθήκης» στην Ελευθεροτυπία της 10ης Οκτωβρίου 2008:

«Με βεβαιότητα λένε ότι η ζωή είναι σύντομη. / Λάθος -η ζωή είναι μεγάλη: / Γιατί σ' αυτή χωράει / Ο αιώνιος έρωτας / Κι ακόμη ζωή περισσεύει»
(Antόnio Tomas Botto de Menezes, από το βιβλίο, σελ. 93)

Στους Πορτογάλους ποιητές του τόμου συγκαταλέγονται όσοι εμφανίστηκαν περί τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις μέρες μας. Δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην παρουσίαση όλων των ομάδων διά των επαρκεστέρων, οίκοθεν νοείται, αντιπροσώπων τους. Ετσι δίπλα στους νεωτερικούς δημιουργούς, οι οποίοι συσπειρώνονται στους κόλπους των κρίσιμων επιθεωρήσεων για τα πορτογαλικά πράγματα και όχι μόνον, των «Orfeu» (Ορφέας), όργανο του πρώιμου μοντερνισμού, με κυρίαρχο μοχλό έκφρασης τον Fernando Pessoa [βλ. καταχωρήσεις: No 212, No 328, No 329, No 330, No 331, Νο 415, No 428, No 496], και «Presenca» («Παρουσία»), φορέα των υφολογικών αναζητήσεων ενός άλλου μοντερνισμού, όπως τον προπαγάνδισαν κυρίως οι Jose Regio, Branquinho de Fonseca, Adolfo Casais Monteiro και Jo'ο Gaspar Sim―es, καταχωρίζονται επιλεκτικά κι εκφραστές της «τέχνης της φτώχειας» (pobreza), οι περισσότεροι από τους οποίους «έζησαν την εποχή τους, την ύπαρξή τους, στην κόλαση, όχι εξαιτίας της έλλειψης κατανόησης, αλλά εξαιτίας της αδιαφορίας και της έλλειψης ξεχωριστής απάντησης» (ιδέτε σελ. 18).

Κύριο μέλημα του πολύγλωσσου, καθόλα επαρκούς μεταφραστή, ο οποίος ασχολείται συστηματικά, μεταξύ άλλων, με την ακηλίδωτη μεταφορά της ποίησης του Fernando Pessoa στη γλώσσα μας (ιδέτε «Ποιήματα», εκδόσεις «Printa», σειρά: «Ποίηση για πάντα», 2007 [καταχώρηση Νο 415], και «Αντίνοος» με σχέδια του Αντρέα Νικολάου, εκδόσεις «Παρουσία», 2007) είναι η συνεπής, λειτουργική απόδοση του ιδιαίτατου εκείνου πορτογαλικού ύφους, του αενάως υφέρποντος αισθήματος, το οποίο συμπυκνώνεται στη λέξη saudade, τόσο χαρακτηριστική για τα πορτογαλικά αισθητικά και πολιτιστικά εν γένει δεδομένα Λέξη, η οποία αντιστοιχεί λίγο-πολύ στους δικούς μας όρους καημός, νοσταλγία, οδύνη, ανίατη θλίψη, εγγενής μελαγχολία κι ίσως σε κάτι άλλο ακόμη, το οποίο εννοούμε με την ίδια πάντα ομοθυμία, αλλά σπανίως είμαστε έτοιμοι να το ονομάσουμε, να το προσδιορίσουμε με την ακρίβεια που πάσχισε να μας μάθει ο Αριστοτέλης. Αυτός ο πολυσχιδής και άλλο τόσο τιμαλφής δείκτης συνιστά τον κοινό παρονομαστή ή, για να το πω διαφορετικά, τον κοινό τόπο λαχτάρας στον οποίο οφείλει εκ προοιμίου να αναφέρεται το πλήρωμα του τόμου. Εξ όνυχος: «Αφήστε με να μπω στο ποίημα / Λάμπα μιας δεύτερης φύσης για να δω / Τους νεκρούς.../ Οι πολυαγαπημένοι νεκροί / Που η γη κατασπάραξε και το φθινόπωρο διασκόρπισε / Σε όξινες βροχές / Αφήστε με να μπω στο ποίημα / Τα πνευμόνια μου ξέρουν ήδη ν' αναπνέουν / Τη μουσική του θεού στον αέρα / Της χολέρας» (ιδέτε «Αφήστε με να μπω...» του Armando Silva Carvalho [(1938- ), σελ. 272].

Βεβαίως δεν απουσιάζουν οι εν θερμώ διακηρύξεις για μιαν αποτελεσματικότερη, κατ' εξοχήν δημιουργική γραφή. Η μέριμνα για την κωδικοποίηση μιας ενδελεχούς τέχνης των στίχων αποτελεί κατά κανόνα τη μέριμνα ποιητών όπως είναι, εκτός εννοείται από τον καταλυτικό Fernando Pessoa, ο πολυσχιδής Miguel Torga, η τολμηρή απόγονος της Σαπφούς Judith Teixeira και ο τελειομανής Carlos de Oliveira. Παραθέτω ενδεικτικά τις ανταποκρίσεις ενός άλλου συλλειτουργού με παρεμφερείς αποκλίσεις: «Αυτό που γραφόταν το ονόμαζε λογοτεχνία / Του ικριώματος, ίσως γιατί στη θάλασσα των σανιδιών / Που χρησίμευε ως ορίζοντας στη σκέψη / Κατέθετε τα μαλλιά ως φόρο / Στο απόλυτο. Θεωρούσε τα λόγια / Εμφανίσεις της ψυχής, λιθοβολισμούς των φτερών / Που με ορυμαγδό έσκιζαν το πούσι / Του ασπρόμαυρου. Συνέθετε ενάντια στον πόνο, / Τη νοσταλγία του απόλυτου. Ναι. Αλλά, γιατί / Το έκανε; Ποιο χρυσό έψαχνε πίσω / Από την πτώχευση, την επιβεβαιωμένη από τη μοίρα / Τη θλιβερή ιδέα της λογοτεχνίας; / Εξασθενημένοι, οι άγγελοι άφηναν να πέσουν / Ακόμη μερικά πούπουλα σαν μια πιθανότητα / Ανανέωσης, λευκότητας. Θα αναγνώριζε τον εαυτό του / Σ' αυτό που έγραφε; 'Η θα προσάρμοζε τον κόσμο / Στον εφιάλτη αυτού που είχε συλλάβει ως λογοτεχνία;» [Ιδέτε Fernando Guerreiro (1950- ) «Pleasure of ruins», σελ. 331.]

Εδώ εντοπίζονται επίσης ποικίλες κατηγορηματικές δεσμεύσεις για μιαν ουσιαστικότερη προσέγγιση του Αλλου μέσα από ό,τι πολυτιμότερο αλλά και βασανιστικά λίγο διαθέτει εξ ορισμού ο εκασταχού εκάστοτε ποιητής, τον καινό δηλαδή λόγο. Εξού και οι δεσμοί συναισθηματικής φύσης, αλλά και οι διάσπαρτες εννοιολογικές γέφυρες, οι οποίες αναπόφευκτα φέρνουν πολύ κοντά μας τους φιλολογικούς συντρόφους του Γιάννη Σουλιώτη. Η ελεγειακή συναίρεση των παθών, φέρ' ειπείν σε ένα πεντάστιχο, ή η μακροσκελής ωδή για έναν ανέκκλητα απολεσθέντα παράδεισο υποβάλλει εμμέσως πλην σαφώς την ιδέα μιας διακριτής και εξίσου έντονης συνάφειας των πορτογαλικών θεμάτων με τα περιώνυμα, διαχρονικά ελληνικά βιώματα. Η προοπτική του Daniel Faria (1971-1999) ενυπάρχει επίσης αυτούσια στις δοκιμές των ημετέρων «ελασσόνων». Αντιγράφω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής: «Το σχέδιό μου να πεθάνω είναι το γραφείο μου / Το να ελπίζεις είναι ένας τρόπος να φτάνεις / Ενας τρόπος ν' αγαπιέσαι μέσα στο χρόνο» (ιδέτε «Το σχέδιο μου», σελ. 378). Το ρήμα ηχεί εξαιρετικά οικείο. Η πορτογαλική φωνή ακούγεται στο σύνολό της σχεδόν αναμνηστικά. Αυτή ακριβώς η διακεκριμένη φιλότητα, η συναντίληψη της κοινής επιθυμίας-απερήμωσης-θυμικής έξαρσης-εν τέλει saudade είναι που καθιστά ομολογουμένως την ανάγνωση των μεταφρασμάτων συναρπαστική. Ο θυμοειδής Antόnio Tomas Botto de Menezes δεν παραπέμπει μήπως στα ημέτερα πεδία του αποκλίνοντος ερωτισμού, με ιδιάζουσα μάλιστα ενάργεια; 'Η μήπως ο επικολυρικός Γιάννης Ρίτσος δεν ανιχνεύεται ιδιοσυγκρασιακά σε ένα τουλάχιστον μέρος στο εμπύρετο corpus των εδώ ομοφρόνων του; Ασφαλώς μέγα συνδετικό κρίκο αποτελεί εν προκειμένω ο αεικίνητος ομηρικός Οδυσσέας, ο οποίος κατά μια ισχυρή ετυμολογική ένδειξη παραχώρησε το όνομά του στην πορτογαλική πρωτεύουσα, και στον οποίο, σύμφωνα με μια μάλλον ιερή, μεταφυσική τάξη, εξομολογούνται συχνά οι ανθολογούμενοι.