Τρίτη, Ιουλίου 17, 2007

No 452

Image Hosted by ImageShack.usKeith Vaughan (ΗΠΑ)

Η σχέση με τον Μπιμπέσκο και τον Φενελόν ήταν από τις πιο τραγικές στη ζωή του Προυστ. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να ζητήσει τον έρωτά τους: ενώ η Αν και ο Λισιέν Ντοντέ ήταν ομοφυλόφιλοι, ο Μπιμπέσκο και ο Φενελόν αγαπούσαν όχι μόνο με θέρμη αλλά και επιδεικτικά τις γυναίκες, αν και αργότερα το ανεξέλεγκτο κουτσομπολιό θα έριχνε μια σκιά πάνω στον αποκλειστικό ανδρισμό του Φενελόν. Σε πολλά γράμματα ο Προυστ προσπαθούσε αγωνιωδώς να απομακρύνει από τον εαυτό του κάθε υποψία ομοφυλόφιλης κλίσης: ήθελε μονάχα φιλία. Όμως τη φιλία έτσι όπως την εννοούσε αυτός, προϊόν πάθους, συμπάθειας και γνώσης, όπως ο Βάγκνερ την είχε παραστήσει στον «Πάρσιφαλ». Ήθελε να βγει από τον εαυτό του, να γίνει ένα μαζί τους, να βυθιστεί μέσα τους, να χαθεί μέσα τους. Προς το τέλος της φιλίας του με τον Μπιμπέσκο, του έγραψε ότι, αφού τον γνώρισε, είχε αλλάξει και είχε αποκτήσει τη συνήθεια να μη ζει πλέον μονάχα για τον εαυτό του, αλλά να διευρύνει τους ορίζοντες της ζωής του μέχρι τα όρια μιας άλλης ύπαρξης, σπέρνοντας σ’ αυτή την τεράστια διέυρυνση του εγώ του ό, τι λαμπερό κι ό,τι αισχρό του προμήθευε η ζωή του. Ωστόσος δεν υπήρξε καμιά ένωση, κανένας συγκερασμός των ψυχών τους, ο Μπιμπέσκο και ο Φενελόν τον συμπαθούσαν και τον εκτιμούσαν – τίποτα περισσότερο. Έτσι, ο Προυστ-Ανδρομέδα παρέμενε αλυσοδεμένος στον βράχο, δίχως ο ελευθερωτής να φαίνεται πουθενά, πέρα από το μακρινό γαλάζιο της θάλασσας’ οδηγούσε όλες τις εμπειρίες του στην ανυπόφορη ένταση της τραγωδίας. «Ξέρω», έλεγε σε μια φίλη, «ότι υπάρχουν έρωτες που γνωρίζουν την ανταπόκριση, αλλά εγώ, αλίμονο, αγνοώ αυτό το μυστικό».
.
Πιέτρο Τσιτάτι: Το πληγωμένο περιστέρι. Ο Μαρσέλ Προυστ και η Αναζήτηση (Ωκεανίδα)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Από την ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Ελευθεροτυπίας - 9/2/2007

Διάσπαση του εγώ

Παρουσιάζουν ο Νίκος Ντόκας και o Βασίλης K. Καλαμαράς

ΠΙΕΤΡΟ ΤΣΙΤΑΤΙ Το πληγωμένο περιστέρι. Ο Μαρσέλ Προυστ και η Aναζήτηση

Ο Ιταλός συγγραφέας, γεννημένος στη Φλωρεντία (1930), έχει συνεργαστεί με την «Corriere della Sera» και τη «Republica». Προσεγγίζει το πολύτιμο έργο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ (10 Ιουλίου 1871-18 Νοεμβρίου 1922) περισσότερο ως αναγνώστης, ο οποίος επιθυμεί να φωτίσει και να φωτισθεί. Ο μαθητής του Φλομπέρ, όταν άρχισε να γράφει το μυθιστόρημα - ποταμό του, δεν νοιαζόταν καθόλου για το καθαρό μυθιστόρημα, αποφαίνεται ο Ιταλός μελετητής της προυστικής ματιάς. Αλλά ποιες ήταν οι προθέσεις του που έγιναν λόγου πράξη; «Ηθελε», γράφει ο Πιέτρο Τσιτάτι για το «Πληγωμένο περιστέρι», «να συνθέσει ένα μυθιστόρημα ακάθαρτο και τερατώδες». Ηθελε να γράψει όλα όσα είχε σκεφτεί στη ζωή του, όλα εκείνα που η πανίσχυρη φαντασία του, το ανεξάντλητο πνεύμα της αναλογίας και η λεπτολόγα ευφυΐα του είχαν διαισθανθεί μέσα στο Σύμπαν. Οταν κοιτούσε -συνεχίζει λυρικώ τω τρόπω ο Πιέτρο Τσιτάτι- την πραγματικότητα, δεν έβλεπε τίποτα το συμπαγές, τίποτα το συνεχές: όλα ήταν τύχη, θραύσματα, αποσπασματικότητα.

Έτσι, κλεισμένος στο εργαστήρι του, επιμέρισε ακόμη πιο πολύ εκείνο που παρουσιαζόταν στα μάτια του: έβαλε στο μικροσκόπιο το κάθε γεγονός και σ' εκείνο που για τους άλλους ήταν μια ενότητα χρόνου ανακάλυψε μια πληθώρα άπειρων στιγμών' διέσπασε ένα εγώ σε μια ποσότητα εγώ που πέθαιναν και γεννιούνταν' έθραυσε κάθε συναίσθημα σε μια πληθώρα ανθεκτικών συναισθημάτων. Ονειρεύτηκε -ερμηνεύει ο Ιταλός φίλος- να γίνει ο Νομοθέτης του κόσμου και άρχισε να επεξεργάζεται τους μεγάλους Νόμους του πάνω στη βάση του έρωτα, της ζήλιας, της μνήμης, της συνήθειας, του ύπνου, της κοινωνίας, του πολέμου, της ανθρώπινης σεξουαλικότητας.

β.κ.κ.

Ανώνυμος είπε...

Aπό το Βήμα, Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2006

Ποιος ήταν ο θρύλος της ενδοσκόπησης που αγαπούσε όλους τους άντρες, όλες τις γυναίκες, όλα τα πράγματα, όλα τα δέντρα, όλα τα λουλούδια

Γράφει η Μαίρη Παπαγιαννίδου


Ποιος ήταν ο άνθρωπος που έβγαλε από τη ζωή του ένα μυθιστόρημα 3.000 σελίδων και ισχυριζόταν κατόπιν τούτων ότι έδινε ελάχιστη προσοχή στο εγώ του; Είχε μάλλον περιπετειώδη βίο, και ας έμεινε γνωστός αμέσως μετά τον θάνατό του, το 1922, ως ο δημιουργός του εσωτερικού μονολόγου. Το όνομά του ταυτίστηκε με το αυτοβιογραφικό, πεντάτομο, ανολοκλήρωτο, αλληγορικό Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο - πολύ εκτενές και για να γίνει αντιληπτό, ακόμη και μετά την ολοκλήρωση της ελληνικής μετάφρασής του, που είχε αφήσει ημιτελή ο Παύλος Ζάννας, σε πέντε τόμους πάλι, στις εκδόσεις της Εστίας - αλλά ο ίδιος παραμένει εδώ και χρόνια ο μεγάλος άγνωστος. Ο Πιέτρο Τσιτάτι καλύπτει αυτό το τελευταίο κενό: ξεκινάει από τα αληθινά περιστατικά και καταλήγει στη λογοτεχνική μετουσίωσή τους.

Μια νεανική εμπειρία στις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου συμπυκνώνει την ποιητική του Προυστ: κοιτάζοντας τη γραμμή του ορίζοντα από το παράθυρο του τρένου, του φάνηκε ότι «Δεν ήταν χαμένος μέσα στο σύμπαν, αλλά το σύμπαν είχε χαθεί μες στην απέραντη ψυχή του, "και θα διασκέδαζε να το πετούσε περιφρονητικά σε μια γωνιά της"». Ενα τέτοιο παιδί, γιος του δόκτορα Αντριάν Προυστ και της πλούσιας εβραίας κληρονόμου, γεννημένος έναν χρόνο μετά τον γάμο τους το 1870, μπορούσε κατ' αρχάς να «μεθύσει» με τον εαυτό του και με τη φύση. Επειτα, «του φαινόταν ότι αγαπούσε όλους τους άντρες, όλες τις γυναίκες, όλα τα πράγματα, όλα τα δέντρα, όλα τα λουλούδια: τα αγκάλιαζε, τα έσφιγγε πάνω στην καρδιά του». Την εποχή που πήγαινε στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου Κοντορσέ, στη Μονμάρτρη πια, το ενδιαφέρον του έμοιαζε να εστιάζεται αλλού: «Ηδη από παιδί, οι σεξουαλικές κλίσεις του Προυστ ήταν σαφείς: αν και φημισμένες εταίρες ή ασήμαντες πόρνες τον δέχτηκαν στο κρεβάτι τους, το πάθος του τον οδηγούσε όλο και πιο βαθιά στο βασίλειο των Σοδόμων, που του φάνταζε όχι σαν ένας τόπος καταραμένος απ' τον Θεό, αλλά σαν ένας παράδεισος γεμάτος γητειές».

Η δοκιμή και η κοροϊδία

Ο Τσιτάτι τώρα διατρέχει επιστολές που έγραψε το φθινόπωρο του 1888, σε ηλικία 17 ετών: «Ηταν ερωτευμένος με τον Ζακ Μπιζέ, ή νόμιζε ότι ήταν. Κατόπιν ερωτεύτηκε τον Ντανιέλ Αλεβί. Μπορεί και να ήταν ερωτευμένος με όλους τους φίλους του. Και τους έγραφε μιλώντας τους γι' αυτόν τον έρωτα, πασχίζοντας να τους φλερτάρει, τον έναν μετά τον άλλον, κοιτώντας και παραμονεύοντάς τους και κοιτώντας και παραμονεύοντας τον εαυτό του μέσα από τα μάτια τους».

Κατά τον ίδιο τρόπο, μάλλον, παρατηρούσε και τον έρωτα των ανδρών προς τις γυναίκες. Πολλά πράγματα ήταν για αυτόν δοκιμές με το πρόσχημα της κοροϊδίας: «Μετά τη στρατιωτική του θητεία στην Ορλεάνη, παρακολούθησε χωρίς καμία διάθεση τη Νομική Σχολή, υποκρίθηκε τον υπάλληλο στη Βιβλιοθήκη Μαζαρέν (...) Η παλαιότερη εικόνα του χρονολογείται στα 1890, την εποχή που υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία. Οταν τις Κυριακές επέστρεφε στο Παρίσι, τον έβρισκε κανείς πάντα στο σαλόνι της μαντάμ Αρμάν ντε Καγιαβέ, της φίλης τού Ανατόλ Φρανς. Χωμένος μες στη στολή του, με το κεφάλι γερμένο προς τα πίσω, ξαπλωμένος σε μια βαθιά πολυθρόνα, τα τεράστια μαξιλάρια της οποίας έκαναν να μοιάζει παράλογη η πολεμική στολή». Αλλά και αργότερα, ο παραλογισμός δεν μετριάστηκε: «Στο σαλόνι της μαντάμ Στράους τον ξαναβρίσκουμε να σκύβει πάνω από την πλάτη μιας χρυσωμένης πολυθρόνας, στην οποία καθόταν η οικοδέσποινα... Καθόταν σ' ένα πουφ και μιλούσε, μιλούσε, όλο κολακείες, έξυπνα ευφυολογήματα, απύθμενες ευγένειες...». Να ήταν στη νιότη του τόσο επιπόλαιος και ματαιόδοξος; 'Η κάτι άλλο αναζητούσε;

Ερωτευμένη γαζέλα

Η ερμηνεία του Τσιτάτι είναι ότι ο νεαρός Προυστ πίστευε στους θεούς. «Οπως επαναλάμβανε συνέχεια, οι θεοί διέσχιζαν τον κόσμο μεταμφιεσμένοι». Εκανε και λάθη βέβαια. Ανάμεσα σ' αυτούς τους κρυμμένους στα σαλόνια θεούς ήταν και ο Ρομπέρ ντε Μοντεσκιού- Φεζανσάκ, ο «πρίγκιπας των συζητητών», που αποδείχθηκε τελικά μέγιστος απατεώνας. Αλλά «όταν γνώρισε τον Μοντεσκιού, ο Προυστ ήταν ακόμη η τρεμάμενη ερωτευμένη γαζέλα που γνωρίζουμε από το πορτρέτο του Μπλανς... Τον φλέρταρε όπως φλερτάρει κανείς μια κυρία κάποια χρόνια μεγαλύτερη... Στη συνέχεια, όπως είναι λογικό, προσέτρεχε στο θρησκευτικό λεξιλόγιο. Τον εξυμνούσε σαν κυρίαρχο των ουρανών και της γης...».

Η δεύτερη θεότητα που ανακάλυψε ο Προυστ ήταν η Λόρα ντε Σαντ, σύζυγος του κόμη ντε Σεβινιέ, η οποία δεχόταν τους φίλους της καθημερινά, από τις δύο ως τις τέσσερις το απόγευμα, μονάχα άντρες. Εντεκα χρόνια μεγαλύτερη από τον Προυστ. Η τρίτη μεταμφιεσμένη θεότητα ήταν η Αννα ντε Νοάιγ, λίγα χρόνια νεότερή του, «μια μεθυσμένη Βάκχη». «Ούτε στον Μοντεσκιού ο Προυστ δεν έστειλε γράμματα τόσο ξέχειλα από τρέλα, γεμάτα χαρά, ευτυχία και σχεδόν οργασμό, όπως εκείνα που έστειλε στην Αννα ντε Νοάιγ». Αλλά ο Προυστ έβρισκε σ' αυτήν «τη διεύρυνση, τη μέθη, τη διάχυση του εγώ, χάρη στα οποία το σύμπαν γινόταν ένας μικρός πλανήτης περιστρεφόμενος γύρω απ' την καρδιά». Ουσιαστικά προετοίμαζε για χρόνια τα ποιητικά του συνθέματα, καθώς «μια αργόσυρτη εργασία, το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, επωαζόταν μέσα του σαν παιδί, δίχως εκείνος να το συνειδητοποιεί».

Η φθορά του πάθους

Ηταν μόνο με έναν από τους πρώτους φίλους του, τον Ρεϊνάλντο Αν, μουσικό και τραγουδιστή, που θα γνώριζε «μια περίοδο γαλήνιας εκστατικής ευτυχίας, τέτοια που ποτέ άλλοτε δεν επρόκειτο να γνωρίσει». Και ήταν αυτή η σχέση που τον έφερε αντιμέτωπο για πρώτη φορά με τη φθορά του έρωτα στον χρόνο, με τον χωρισμό και τη μοναξιά. Αλλά του έκανε γνωστό και το συναίσθημα της ζήλιας. Ο Ρεϊνάλντο Αν θα γινόταν αναγκαστικά ο Διόσκουρός του, ένας φίλος ως τα βαθιά γεράματα, παρ' ότι «η ερωτική φιλία που ένιωθε για τον Αν είχε έναν τραγικό χαρακτήρα: ήταν μια ολοκληρωτική αφοσίωση, του σώματος και της ψυχής... "Αν ήξερα ότι δολοφόνησε κάποιον", έγραφε το 1908 σ' έναν φίλο, "θα έκρυβα το πτώμα στο δωμάτιό μου για να φανεί ότι ο ένοχος είμαι εγώ"».

Ενας τέτοιος γιος, βέβαια, «ήταν όλα εκείνα που αρνούνταν η μητέρα του: το άχθος του κακού, η ενοχή, η έμφαση, η υπερβολή, η τραγωδία, η αποκάλυψη του εγώ, ο Μποντλέρ, ο Μπαλζάκ, ο Ντοστογιέφσκι». Αλλά εκείνος, στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, «εκθείαζε όχι μόνο τη μητέρα και τη γιαγιά του, αλλά και κείνο που αυτές εκπροσωπούσαν: δεν λάτρευε τίποτε με πιο βαθύ οίκτο». Αφότου πέθανε η μαντάμ Προυστ, θα την κρατούσε ζωντανή στο βιβλίο του.

Ο κυρίαρχος της ποικιλίας

Ηταν αρχές του 1908, όταν ξεκίνησε η πυρετώδης συγγραφική δραστηριότητα που περιελάμβανε κυρίως παρωδίες συγκεκριμένων κειμένων, αυτοπαρωδίες - για να περάσει μόλις στα 45 του στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. «Οι αναμνήσεις, οι πάσης φύσεως αναμνήσεις που κατοικούσαν μέσα στο μυαλό του άυπνου πρωταγωνιστή σωριάζονταν, πολλαπλασιάζονταν, έγιναν μια μάζα, γέμισαν το εύθραυστο αρχικό φλας μπακ, μέχρι το σημείο απ' όπου δεν ήταν πια δυνατόν να γυρίσει πίσω...». Είχε γίνει πια «ο κυρίαρχος της ποικιλίας και της περιπλάνησης».

Στο τέλος της ζωής του, ήταν «ένας άνθρωπος που τα απαρνήθηκε όλα» αφού ο ίδιος έγραφε για τον εαυτό του ότι «το μεγάλο του χάρισμα ήταν να υποφέρει». Ο πόνος άλλωστε ήταν μέρος της ύπαρξής του: παιδί ακόμη, είχε αφεθεί να κάνει 110 καυτηριασμούς για να γιατρευτεί από το αλλεργικό άσθμα, το οποίο από τα 1895 ήταν πάγια κατάσταση. Και όμως, ποτέ δεν έπαψε να αναζητά την ευτυχία. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ανέπτυξε ερωτική εμμονή προς την πριγκίπισσα Ελένη Σούτσου, από μια ελληνορουμανική οικογένεια, ένοικο του ξενοδοχείου Ριτζ το ίδιο διάστημα που διέμενε εκεί και ο Προυστ. Τη λάτρεψε σαν μια Αθηνά Παλλάδα, αλλά εκείνη έφυγε χωρίς να ανταποκριθεί. Το τελευταίο γράμμα του αποχαιρετισμού, που της έγραψε το 1918, το «έκλαψε»: «Διαβάστε το δάκρυ προς δάκρυ, αν σας ικανοποιεί το γεγονός ότι αγαπηθήκατε».