Τρίτη, Απριλίου 24, 2007

No 432

Image Hosted by ImageShack.usBrita Sheifert (Γερμανία)

Ποτέ δεν έχω πει στη μητέρα μου, καθαρά, ότι η Φοξι, η Σίμπιλ, είναι ερωμένη μου, αλλά το ξέρω ότι το ξέρει. Δεν σοκαρίστηκε. Έχει μέσα της μια δόση ανοιχτής, σκανδιναβικής νοοτροπίας. Με έχει επισκεφτεί, μας έχει επισκεφτεί, τρεις φορές στο διαμέρισμα αυτό. (…) Έχει δει το δωμάτιο με το διπλό κρεβάτι, τη διπλή ντουλάπα, τα δυο ζευγάρια παντόφλες στο πάτωμα. Το γραφείο της Φόξι έχει ένα μονό κρεβάτι, όπου παίρνει μερικές φορές κανέναν υπνάκο τα απογεύματα ανάμεσα στα χαρτιά της, κι έτσι η μαμά θα μπορούσε να νομίζει ότι κοιμάται εκεί, αν θέλει να το νομίζει αυτό, τότε μπορεί. Αλλά το ξέρω ότι ξέρει πως είμαστε ζευγάρι, γιατί η κάρτα που μας έστειλε πέρσι τα Χριστούγεννα έλεγε: Στην Γκριζέλντα και τη Σίμπιλ με αγάπη από τη Μαμά και τον Μπαμπά, σαν να ήμασταν παντρεμένο ζευγάρι.

Λέσλι Γκλάιστερ: Ένοχα παιχνίδια
(Μεταίχμιο)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Η περιγραφή του βιβλίου είναι από το aboutbooks.gr

Η Γκριζέλντα, γυναίκα ανήσυχη και ευαίσθητη, ζει ένα βασανιστικό παρόν και αναζητά ερμηνείες για την αναπάντεχη αυτοκτονία του πατέρα της, αλλά και για την ερωτική της ταυτότητα. Η αναζήτηση της συνειδητότητας θα την οδηγήσει σε αναδρομή στο παρελθόν, όπου θα πρέπει να ανασύρει, από τη σιωπή και το σκοτάδι της «οικογενειακής ευτυχίας», την αλήθεια. Την αλήθεια για τους εφιάλτες του πατέρα της -αιμαλώτου πολέμου- που στοίχειωναν και τις δικές της νύχτες, για την περίεργη συμπάθειά του για το αδύναμο γειτονόπουλό της και τη δική της σαδιστική συμπεριφορά απέναντί του, την αλήθεια για τις συζητήσεις που γίνονταν πάντα πίσω από την πλάτη της, την αλήθεια για τις δικές της ενοχές. Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και βαθιά ανθρώπινο το βιβλίο αυτό αποτελεί το ψυχογράφημα μιας γυναίκας στην επώδυνη αλλά συνάμα απελευθερωτική πορεία της προς την ουσιαστική ενηλικίωση και τη συμφιλίωση με το παρελθόν.
~~~~~~~~~~~~

Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2000 σε μετάφραση Τερέζας Βεκιαρέλλη

Ανώνυμος είπε...

Από την Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, 7/12/2001

Γράφει η Αργυρώ Μάντογλου

Μια ιστορία μυστηρίου για τα μυστικά και ψέματα μιας μικροαστικής οικογένειας

Οι σαμποτέρ της σιωπής

Τα μυθιστορήματα της Αγγλίδας Λέσλι Γκλάιστερ έχουν φανατικούς αναγνώστες και ίσως αυτό να οφείλεται στο ιδιαίτερα προσωπικό ύφος της: οι ιστορίες μυστηρίου της δεν βασίζονται τόσο στην πλοκή όσο στην αφηγηματική της τεχνική, η οποία εντοπίζει το εφιαλτικό στις χειρονομίες, στις εκφράσεις και στις λεπτομέρειες των προσώπων, των κατά τα υπόλοιπα καθημερινών ηρώων της.

Στο «Ενοχα παιχνίδια» η συγγραφέας εστιάζει στην παιδική ηλικία, ηλικία όπου η σκληρότητα εμφανίζεται χωρίς προσχήματα, χωρίς τις επιστρώσεις που τίθενται στην ενηλικίωση και συναρπάζει τον αναγνώστη, εισάγοντάς τον σε έναν κόσμο ο οποίος είναι μεν καθημερινός, αλλά ταυτόχρονα σκληρός και σκοτεινός, καθώς κάτω από την πολιτισμένη επίφαση κρύβονται τα πλέον πρωτόγονα κίνητρα. Η ηρωίδα της, Γκιζέλντα, αγωνίζεται να κατασκευάσει μια ιστορικότητα για τον εαυτό της, μέσα από την επαναφορά των τραυματικών εμπειριών που εδράζονται στην παιδική ηλικία. Λησμονημένες ιστορίες και μνήμες που δεν βιώθηκαν στην ώρα τους, μοιάζουν απόμακρες και ξένες, αλλά διαθέτουν τη δύναμη να διαταράξουν και να επηρεάσουν το παρόν. Η διαδικασία της επαναφοράς των τραυματικών εμπειριών είναι ανακουφιστική αλλά ταυτόχρονα ιδιαίτερα επώδυνη, καθώς η σκέψη παγιδεύεται στην ψυχαναγκαστική επανάληψή τους και ένα μουδιασμένο από το χρόνο κομμάτι της ψυχής ζωντανεύει, διδάσκοντας στην ηρωίδα την αποδοχή αλλά και την αγάπη των νεκρών σαν ένα ζωντανό μέρος του εαυτού της.

Ημερολόγια και εφιάλτες

Η Ζίλντα ή Γκιζέλντα (το όνομα αλλάζει ανάλογα με το ποιος ή ποιο μέρος του εαυτού της απευθύνεται) είχε όλες τις πληροφορίες, αλλά δεν είχε ούτε τη δυνατότητα ούτε την επιθυμία να δει καθαρά, μέχρι τη νύχτα που πληροφορείται την αυτοκτονία του πατέρα της, την ίδια νύχτα που υποψιάζεται πως η ερωμένη της, Φόξι, είναι έτοιμη να την εγκαταλείψει. Το ίδιο βράδυ αποφασίζει να ανοίξει έναν σφαλισμένο και κιτρινισμένο από την πολυκαιρία φάκελο που της είχε παραδώσει η μητέρα της, η οποία απέφευγε ό,τι είχε σχέση με το παρελθόν του συζύγου της, Ραλφ. Ο φάκελος είχε σταλεί από τη χήρα κάποιου εφημέριου Πριστ, που υπηρέτησε στον πόλεμο στην Ιαπωνία με τον πατέρα της και στον οποίο εκείνος για κάποιο λόγο είχε εμπιστευτεί τα ημερολόγιά του. Στο φάκελο υπάρχουν μονάχα υπολείμματα του ημερολογίου, μικρά κομμάτια χαρτιού συνοδευμένα από μια επιστολή που εξηγεί τους λόγους της καταστροφής: ο εφημέριος τα χρησιμοποίησε σαν χαρτί τουαλέτας, όταν σε κατάσταση αιχμαλωσίας προσπαθούσε να διατηρήσει τον εαυτό του καθαρό. Στα κομμάτια χαρτιού διακρίνει μονάχα το όνομα «Βινς», ο οποίος σχετίζεται με μια φρικιαστική ιστορία.

Από τις ελάχιστες φράσεις που περισώζονται, διακρίνει έναν πατέρα που έχει ελάχιστη σχέση με εκείνον που γνώρισε: λέξεις ποιητικές, φράσεις σύνθετες και πληροφορίες που αγνοούσε παντελώς για τον άνθρωπο που πέρασε τη θηλιά στο λαιμό του. Αγνοούσε πως είχε πάθει ελονοσία, δυσεντερία, χολέρα. Οι περισσότερες σελίδες είναι κατεστραμμένες, λίγα μπορούν να διαβαστούν, υποψιάζεται ένα φρικιαστικό μυστικό, το οποίο αναλαμβάνει μόνη της να διαλευκάνει και το οποίο δεν επιλύεται μέχρι τη στιγμή που διαβάζει μια επιστολή που είχε στείλει ο πατέρας της σε μια παλιά γειτόνισσά τους, στην οποία είχε εμπιστευτεί το δράμα του. Εκείνη γνωρίζει όλα όσα αγνοούν τα μέλη της οικογένειας, μια ξένη γίνεται η αποδέκτης του τρόμου.

Η θηλιά που πέρασε ο πατέρας της στο λαιμό του γίνεται λάσο, για να αρπάξει η ηρωίδα την αλήθεια από το λαιμό. Διαδικασία στην οποία δεν μπήκε όσο ζούσε. Μετά το θάνατό του άρχισε να την ενδιαφέρει το παρελθόν, μόνο που τότε ο νεκρός πατέρας δεν μπορεί να βοηθήσει. Ενας νεκρός δεν είναι παρών για να το συζητήσει, να του απευθύνει ερωτήσεις και να φωτίσει τα σκοτεινά σημεία, ο νεκρός όμως της προσφέρει την ευκαιρία για να συνομιλήσει με τον εαυτό της, με τα πρόσωπα του νεκρού που φέρει μέσα της. Τον συναντάει στα πρόσωπα με τα οποία εκείνος συνδέθηκε και τα οποία βρίσκονται συνήθως εκτός οικογενειακού κύκλου.

Θηλιά στο λαιμό

Ο βίαιος θάνατος του πατέρα της προκαλεί την κινητοποίηση της ηρωίδας και αρχίζει να ανιχνεύει την ταυτότητά της αλλά και την ιστορία του φιλήσυχου και άχρωμου άντρα, που έπαιζε γκολφ, διάβαζε την εφημερίδα του σκυφτός -αβάσταχτα συμβατικός, μέχρι τη στιγμή που επέλεξε να φύγει από τη ζωή με τον πλέον αντισυμβατικό τρόπο. Διλήμματα και ανεπίλυτα ερωτήματα δημιουργούνται, ερωτήματα που δεν μπορεί να προσπεράσει: πρέπει να ανασυνθέσει την ταυτότητά του πατέρα της και ταυτόχρονα και τη δική της και αυτό πρέπει να γίνει αντλώντας από το παρελθόν της εικόνες και πληροφορίες και θραυσματικά να αναβιώσει ολόκληρη την παιδική της ηλικία.

Ζώντας στην επιφάνεια, γνωρίζουμε μία μόνο πλευρά των ανθρώπων, και κυρίως τον εξωτερικό τους ρόλο και όχι τον ίδιο τον άνθρωπο. Η ηρωίδα σταδιακά ανακαλύπτει πως οι ρόλοι της ελκυστικής γειτόνισσας και του άχαρου γιου της, Βασίλη, που βασάνιζε στα παιχνίδια, ο ρόλος της μητέρας και της αδελφής της δεν είναι αυτοί που είχε πρόχειρα αποδεχτεί ως πραγματικότητα. Για να διατηρηθούν οι ισορροπίες σε μια οικογένεια, ένας πατέρας μπορεί να προσφέρει στα μέλη της τον πλέον ψεύτικο εαυτό. Οι πληροφορίες ήταν πάντα παρούσες, υπήρχαν οι εφιάλτες και οι κραυγές του πατέρα της μέσα στη νύχτα, η απέχθεια του για τις γιορτές των Χριστουγέννων και για τις κινεζικές λέξεις Χιροσίμα, Ναγκασάκι, όλα αυτά ποτέ δεν την είχαν προβληματίσει ώστε να αναζητήσει τους λόγους. Τα είχε αποδεχτεί, μέχρι που τα γεγονότα την αναγκάζουν να δει το πραγματικό πρόσωπο της ζωής της, που σημαίνει πως στην αναζήτηση αυτή θα πρέπει να χειριστεί και τον εαυτό της σαν ξένο. Η δύναμη της αφήγησης βρίσκεται σε αυτό το στοιχείο. Η συγγραφέας γνωρίζει πότε να αποκρύψει και πότε να φανερώσει πληροφορίες στον αναγνώστη. Δεν τον κάνει συνένοχο. Δεν γνωρίζουμε πραγματικά τι έχει συμβεί μέχρι την τελευταία σελίδα. Παρακολουθούμε την ηρωίδα να βυθίζεται στο παρελθόν της και να επαναφέρει την παιδική της ηλικία, να επικρίνει τον εαυτό της, και την παιδική αφέλειά της, αφέλεια που συνδυάζεται με μια σκληρότητα χωρίς προσχήματα, που μόνο τα παιδιά που δεν δοκίμασαν τον πόνο μπορούν να επιδώσουν στους άλλους.

Με γραφή κοφτή, σε στιγμές παραληρηματική, η Γκλάιστερ δεν γράφει ούτε μία πρόταση που να γλιστράει στην κοινοτοπία και στα αναμενόμενα συμπεράσματα. Λόγος που εμφανίζεται μονάχα σε οριακές στιγμές, ο λόγος της ηρωίδας ανατρέπει τη συμβατική χρήση του χρόνου όταν οι βεβαιότητές της ραγίζουν.

Βλέπουμε την αποκλίνουσα σεξουαλικότητά της να κρίνεται και να αναδύονται ένα ένα τα πρόσωπα, αλλοιωμένα από τη μνήμη και τη φαντασία. Δεν είναι μόνον η εικόνα του πατέρα που ραγίζει, αλλά μέσα από τις ρωγμές της οικογενειακής τάξης εμφανίζεται πως η επίπλαστη ηρεμία δεν είναι παρά η σκόνη που πέφτει στα πράγματα, για να εμποδίσει τα αληθινά σχήματά τους να φανούν. Η αοριστία του παρελθόντος τού πατέρα φέρνει στην επιφάνεια την αδιαφάνεια των υπόλοιπων μελών της οικογένειας. Τα παιδιά εδώ δεν εμφανίζονται αθώα, δεν έχουν οίκτο για τη δυσμορφία, την ανάγκη και την ανασφάλεια των μεγάλων, απαιτούν όλο το ενδιαφέρον τους, αδιαφορώντας για τους ανίσχυρους.

Η ηρωίδα μπαίνει στη διαδικασία που είχε μπει ο πατέρας της σε περιόδους οδύνης, γράφει γράμματα και τα κομματιάζει, αφού πρώτα βεβαιωθεί πως είναι αδύνατον να διαβαστούν. Μετά το θάνατό του «σαμποτάρει τη σιωπή» που σκέπαζε τη ζωή της, τολμώντας με τη γνώση της ενηλίκου να ερμηνεύσει τις παιδικές εμπειρίες, αλλά κυρίως να εξηγήσει τη δική της σκληρότητα και τον παιδικό της εαυτό. Αργότερα, συναντώντας τον Βασίλη, το γιο της γειτόνισσας, που πλήγωνε παιδί, συναντάει και τον άνθρωπο που γνώρισε τη χειρότερη πλευρά της. Τότε μαθαίνει πως αν ψάξει κανείς στα «αθώα παιχνίδια» θα βρει και τους λόγους που κάποιοι προσκολλώνται στην ασφάλεια και άλλοι παραδέρνουν στην υπόλοιπη ζωή τους, πασχίζοντας να λύσουν τους γρίφους της παιδικής ηλικίας.