Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006

No 390

Image Hosted by ImageShack.usDonald Stuart Leslie Friend (Αυστραλία)

(…) στην κρίσιμη εκείνη ηλικία, έχασα μια μοναδική ευκαιρία να ενταχθώ στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι της εποχής μου, να συμμεριστώ τις χαρές και τις λύπες των παιδιών της ηλικίας μου, αγοριών και κοριτσιών, κι ίσως μ’ αυτό τον τρόπο να κερδίσω και τον αμφίρροπο ακόμα τότε αγώνα που έδινα με τον εαυτό μου να κάνω μια λίγο πολύ ομαλή ερωτική ζωή. Όλα μέσα μου κλονίστηκαν. Ακόμα κι η πεποίθηση που είχα ότι ήξερα να γράφω. Στράφηκα προς την ποίηση. Όταν ωρίμασα και κατάλαβα πως εγώ είχα δίκιο και οι συμμαθητές μου άδικο, ξαναγύρισα στην πεζογραφία.
Το ’53 άρχισα να το σκάω απ’ την Ελλάδα – ταυτίζοντας θρασύτατα τον εαυτό μου με τον Ρεμπό. Πάντως υπήρχε ανάμεσά μας μια ομοιότητα: κάθε φορά αναγκαζόμουν να γυρίσω στην Ελλάδα ηττημένος. Το καλοκαίρι του ’56 έγραψα τα τελευταία ποιήματά μου κι αποφάσισα να ξαναφύγω απ’ την Ελλάδα και ν’ αφωσιωθώ στην πεζογραφία.

Κώστας Ταχτσής: Ένας Έλληνας δράκος στο Λονδίνο (Καστανιώτης)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Στο βιβλίο περιλαμβάνονται συνεντεύξεις και σκόρπια κείμενα, του Κώστα Ταχτσή από δημοσιεύσεις σε εφημερίδες και περιοδικά.

- Όπως το παρουσιάζει το site της Πρωτοπορίας:

[...] Αλλ' ήμουνα απ' τη φύση μου αισιόδοξος -η μάνα μου έλεγε αναίσθητος. Ας έρθει πρώτα ο Σεπτέμβρης ν' απολυθώ, σκεφτόμουνα, και βλέπουμε. Στο μεταξύ τζάμπα κοιμόμουν, τζάμπα έτρωγα, ο μισθός μου έτρεχε κι έβαζα κάτι και στην πάντα, «Διατάξτε, κύριε ανθυπολοχαγέ», ο ένας, «Μάλιστα κυρ ανθυπολογαχέ», ο άλλος, έκανα και το κομμάτι μου, κι ο μόνος που μου σήκωνε κεφάλι και δεν ήξερα τι να τον κάνω -στο μεταξύ είχε μπει η άνοιξη- ήταν αυτός ο αρχίδης που κρεμότανε ανάμεσα στα σκέλια μου. [...]
Κωπηλασίες σελ. 41 του βιβλίου

- και όπως το παρουσιάζει το phigita.net:

Ο Κώστας ο Ταχτσής χαρακτηρίζεται, πέρα βέβαια από τα λογοτεχνικά του προσόντα, που τα συνάγουμε από τη μελέτη των βιβλίων του, από μεγάλη εξυπνάδα. Είναι πανθομολογουμένως ένας εύστροφος άνθρωπος, τολμηρός, με ιδιαίτερη παρρησία. Όταν βλέπει το στραβό, αυτό με το οποίο δεν συμφωνεί, το λέει κατάμουτρα κι ας γίνει ό,τι θέλει. Υπάρχουν πολλά ανέκδοτα για την παρρησία του. Αλλά θα ήθελα κάπως ιστορικότερα να μιλήσω για το πρόσωπό του. Με τον Ταχτσή έχουμε πολλά κοινά σημεία. Είχαμε, προτού γνωριστούμε, πολλά κοινά σημεία. Πρώτα πρώτα είμαστε γεννημένοι και οι δυο στη Θεσσαλονίκη, τον ίδιο χρόνο. Το 1927. Ο Ταχτσής είναι λίγο μεγαλύτερός μου. Αυτό μου το έχει πει, αλλά το έχω κιόλας σημειωμένο. Το σημείωσα σε μια ευκαιρία που δόθηκε. Δηλαδή προ ετών, προ δώδεκα συγκεκριμένα ετών, ο Ταχτσής μου έστειλε ένα γράμμα στη Θεσσαλονίκη και μου έλεγε: " Βγάλε μου, σε παρακαλώ, ένα πιστοποιητικό από το ληξιαρχείο, γιατί το θέλω". Έτρεξα εγώ, έβγαλα το πιστοποιητικό, αλλά όταν είδα την τόσο κοντινή ηλικία μας, σημείωσα τα στοιχεία σ' ένα τετράδιο το οποίο ακόμα χρησιμοποιώ. Σ' ένα τετράδιο όπου έχω τηλέφωνα και διευθύνσεις φίλων, γνωστών κ.λπ.
Γιώργος Ιωάννου.

Ανώνυμος είπε...

Στα κοινά σημεία του με τον Κώστα Ταχτσή αναφέρεται ο Γιώργος Ιωάννου στο παραπάνω απόσπασμα. O Θανάσης Νυδριώτης, στο κείμενό του «Η τιμή του τετιμημένου» που δημοσιεύθηκε στο τεύχος 52 της Οδού Πανός (Νοε.1990), γράφει για την διαφορά, μεταξύ των δύο ανδρών, ως προς τον τρόπο που βίωναν τον έρωτα:

Πόσο διαφορετικός ήταν ο Ταχτσής από τον άλλον μεγάλον πεζογράφο μας τον Γιώργο Ιωάννου! Ο Ιωάννου ήταν κι αυτός εκρηκτικός σαν ιδιοσυγκρασία, επιρρεπής στα έντονα πάθη και φυσικά έντονα επιρρεπής και στο γλυκύτερο των παθών, τον έρωτα... Όμως φρόντιζε να εξαγνίζει, όσο ήταν δυνατόν, αυτό το «βέβηλο» πάθος του. Του άρεσε, δηλαδή, να δίνεται κιόλας με τρόπο διαφορετικό, ν' αγαπά κάποιο πρόσωπο δυνατά, παράλογα, τρελά κι ασυλλόγιστα, νά 'χει έναν μόνιμο δεσμό μαζί του. Να τα δίνει όλα γι’ αυτήν την κατά το μάλλον και ήττον εξιδανικευμένη αγάπη και αν γινόταν ν' αγαπιέται έστω και λίγο από αυτήν, ή να νομίζει ότι αγαπιέται, να ‘χει την ψευδαίσθηση ότι αγαπιέται. Γιατί δεν ήταν αφελής, κάθε άλλο, να πιστεύει ότι υπάρχει ανταπόδοση σε τέτοιου είδους έρωτες και μάλιστα όταν είναι κανείς σε προχωρημένη ηλικία, φθαρμένος και ταλαιπωρημένος όπως αυτός και όχι ιδιαίτερα ωραίος και μάλλον άσχημος. Ωστόσο του άρεσε να δίνεται έτσι, τον γέμιζε, τον λύτρωνε και κυρίως τον έκανε να λειτουργεί πληρέστερα και εναργέστερα, με τρόπο θυελλώδη και εκστατικό σαν συγγραφέας. Γι' αυτό και τα καλύτερα και περισσότερα βιβλία του τα έγραψε στις δυο φάσεις της ζωής του που ήταν έτσι παράφορα ερωτευμένος, γύρω στα 1970-72 δηλαδή και από το 1979 περίπου και μέχρι το άδικο και εφιαλτικό τέλος του.

Έζησα τον ρυθμό, την ένταση, το πάθος του αίσθήματος και της δημιουργικής του ανάτασης στη διάρκεια αυτής της δεύτερης περιόδου και ξέρω καλά πώς ένιωθε. Άλλωστε δεν έκρυβε τίποτα από μένα, αντίθετα μου μιλούσε γι' αυτό το τρελό αίσθημά του με τις ώρες και με φανερή ηδονή που μπορούσε νά 'χει ακόμα στην αγκαλιά του τέτοιες θεσπέσιες, δυνατές καί ονειρώδεις υπάρξεις σαν την τελευταία αγάπη του. Και με λίγο σαδισμό ίσως, να με πληγώνει κιόλας, για λόγους που αυτός γνώριζε. Ακόμη ήξερε ότι πέρναγε πια την στερνή περίοδο των ερώτων του και όλα αυτά μετά από λίγα χρόνια θα ήταν παρελθόν και γλυκόπικρες θύμησες. «Νομίζεις ότι θα ζήσω κι άλλη φορά ένα τέτοιο αίσθημα;» με ρώτησε κάποτε με θλίψη στα μάτια και σπαραγμό ολοφάνερο στην καρδιά του. Τέλος πάντων! Κάθε λογοτέχνης λειτουργεί με τον τρόπο του, δίνεται στον έρωτα με τον τρόπο του, έχει έναν δικό του ρυθμό στο να παρακολουθεί τις παρορμήσεις του ανάλογα με την φτιαξιά του μα και τις άλλες παραμέτρους της ιδιωτικής ζωής του, κοινωνικές, οικογενειακές, επαγγελματικές κ.λ.π.

Ο Ιωάννου ήταν μισθωτός του δημοσίου, υπάλληλος. Έτσι, και νά' θελε, δεν μπορούσε να φτάσει στην ερωτική κραιπάλη και παραλυσία του Ταχτσή. Φοβόταν. Όχι πως ήταν μονογαμικός - τέτοια δεν συζητιούνται ούτε απαντιούνται σε τέτοιους χώρους - πως όταν ήταν δοσμένος σε μιαν αγάπη δεν δινόταν σε άλλες! Δινόταν και παραδινόταν αρκεί να βρισκόταν το πρόθυμο ταίρι. Δινόταν μάλιστα και τότε με ξέφρενο και παράφορο τρόπο γιατί ο έρωτας γι' αυτόν ήταν - όπως άλλωστε και για κάθε άλλον γνήσιο λογοτέχνη - το πρώτο κίνητρο για την δημιουργία του, το νέκταρ και το δυνατό κρασί που τον απελευθέρωνε απ' την μιζέρια της ζωής και τον μεταρσίωνε. Μόνο που φρόντιζε νά 'χει παράλληλα και μια αγάπη διαφορετική, εξιδανικευμένη, έξω από εκείνες της ώρας και της στιγμής, τις τετριμμένες και κομμάτι στιγματισμένες και λεκιασμένες από την καταλαλιά του κοινού που πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις συσχετίζει κουτά αν όχι βαρβαρικά και παράλογα.
[...]
Μέσα σε τρία χρόνια χάσαμε τους δυο μεγαλύτερους πεζογράφους του καιρού μας, επάνω στην καλύτερη ώρα τους. Τον Γιώργο Ιωάννου και τον Κώστα Ταχτσή. Θύματα κλασικά της γλωσσοφαγιάς λόγω της μεγάλης αξίας τους. Γιατί τέτοιοι θάνατοι, διαφορετικά, είναι ανεξήγητοι και παράλογοι. Μου λείπουν πολύ αυτοί οι άνθρωποι. Ήταν σαν γέρικα δέντρα που αναπαυόμουν στον βαθύ ίσκιο τους. Ένιωθα ασφαλής μέσα στην στέρεη εμπειρία τους, στη σοφία τους και στην ανέμελη προκλητικότητά τους. Στοιχεία του σκοτεινού έρωτα και αποκούμπια για τους κατατρεγμένους. Μου λείπουν πολύ αυτοί οι άνθρωποι!
...