Σάββατο, Ιουλίου 09, 2005

Νο 120

Στο Αμαράντε στήνουμε τη σκηνή δίπλα στο ποτάμι και ξαπλώνουμε στη ζεστή άμμο, η καθεμιά βυθισμένη στις δικές της σκέψεις. Όταν ξυπνάω από ένα λήθαργο, μισκοκοιμισμένη, μισοξύπνια, βλέπω ότι σε κάποια απόσταση κάθονται δυο Πορτογάλοι, με μελαγχολική όψη και με κοιτάζουν λάγνα. Το βλέπουν, σκέφτομαι, το βλέπουν πόσο καίγομαι. Μυρίζουν ετεροσεξουαλικότητα. Αυτό είχε να μου συμβεί πολύ καιρό από τότε που κάνω διακοπές με τη Μάρθα, ούτε στις πιο νότιες χώρες, ούτε στην Ελλάδα και την Ιταλία, παρόλο που κάποιες φίλες με είχαν προειδοποιήσει ότι σ’ αυτές τις χώρες δε θα μπορούσα να κάνω τίποτε χωρίς ανδρική συνοδεία. Σχεδόν σαράντα χρονών, δεν παρουσιάζω πια ενδιαφέρον, έλεγα, δεν σκοτίζονται για μαραμένες δασκάλες. Θέλουν νεαρές με μακριά πόδια και ξανθά μαλλιά ή τις δικές τους γυναίκες που είναι πολύ πιο διακοσμητικές απ’ ό,τι εμείς, με τα ψηλά τους τακούνια και το πολεμικό τους βάψιμο, που το φοράνε ακόμα και στον καυτό ήλιο. Εγώ είμαι αόρατη με το παλιό αντρικό πουκάμισο, χωρίς μακιγιάζ και με τα μαλλιά μου δεμένα σε μια ακατάστατη αλογοουρά. Όμως αυτό που ξεχνούσα ήταν ότι είχα αποσυνδέσει ολοκληρωτικά το δικό μου μηχανισμό ανταπόκρισης απέναντι στους άντρες, ότι είχα μετατοπίσει όλο τον ερωτισμό μου στις γυναίκες, στη Μάρθα.

Anja Meulenbelt : Το τραγούδι του έρωτα (Λιβάνης)

Δεν υπάρχουν σχόλια: